ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

“Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μία κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς κι άλλους περιορισμούς”.

Ακόμη ένας φορέας, εν προκειμένω το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό κάποιας μορφής έλεγχο από τους δανειστές, ακόμα και μετά το τέλος του προγράμματος!

Όμως το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, πάει και ένα βήμα πιο πέρα καθώς θεωρεί ότι θα υπάρξουν και συμπληρωματικά μέτρα, πέρα από τις προβλέψεις του μνημονίου. Συγκεκριμένα, στην τριμηνιαία έκθεσή του αναφέρει ότι ενώ “έχουν ψηφιστεί για το 2019 και το 2020 μέτρα προσαρμογής του ασφαλιστικού και της φορολογίας και δημοσιονομικοί στόχοι έως το 2012, αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα πρέπει να εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες”.

Αίσθηση προκαλεί και η διαπίστωση των αναλυτών της Βουλής ότι η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, “καθώς η χώρα:

  1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.
  2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης”.

“Παγίδα λιτότητας”

Στην έκθεση γίνεται λόγος για μια “παγίδα λιτότητας” όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.

Η δεν υπερφορολόγηση σύμφωνα με το ΓΠΒ  αποδεικνύεται:

(α) Με τη σύγκριση των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Οι Έλληνες είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και στον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ. Τα φορολογικά μας έσοδα μάλιστα κατά 44,5% βασίζονται στην έμμεση φορολογία, όταν στην υπόλοιπη Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 μονάδες χαμηλότερο. Είναι δηλαδή και σε βάρος των φτωχότερων. Όπως επισημάνθηκε και στην έκθεση επί του σχεδίου Π/Υ του 2018, ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία μεγαλώνει συνεχώς από το 2014 και μετά.

(β) Από τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο που πλέον ξεπερνά το € 1 δισ. το μήνα. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας.

Γιατί η έξοδος στις αγορές δεν είναι  πανάκεια

Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς, υπογραμμίζεται Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Οι λόγοι είναι οι εξής σύμφωνα με την έκθεση:

  1. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης. Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της.  Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης.
  2. Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ προβλέπει στο άρθρο 14 ότι “Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους.
  3. Τέλος, τον ρόλο της “τρόικας” αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.  ​

Αιχμές για μη ανανέωση θητείας

Όπως αναφέρεται πρόκειται για την τελευταία έκθεση του Γραφείου υπό την παρούσα σύνθεση της Επιστημονικής Επιτροπής με επικεφαλής τον Π. Λιαργκόβα. “Λογικά, η ανάληψη καθηκόντων από τον νέο Συντονιστή θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο, αλλά η μετάβαση καθυστέρησε όπως άλλωστε συνέβη και σε άλλες περιοχές πολιτικής. Θεωρούμε ότι η Επιτροπή, με τη νέα σύνθεσή της θα διατηρήσει την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της, η οποία οικοδομήθηκε τα προηγούμενα χρόνια” αναφέρεται για την καθυστέρηση. Και υπάρχουν αιχμές για την απόφαση μη ανανέωσης της θητείας. Επισημαίνεται ότι “υπενθυμίζουμε ότι η Επιστημονική Επιτροπή 2012-2017, αποφάσιζε με ομοφωνία και λειτουργούσε πέραν των κομματικών αντιπαραθέσεων. Το Γ.Π.Κ.Β., υπήρξε ένας καινοτόμος, για τα ελληνικά δεδομένα, θεσμός που έχει πλέον ριζώσει βαθιά στο ελληνικό θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο. Την περίοδο 2012-2017, το Γ.Π.Κ.Β. πέτυχε την πρώτη θεσμική του κατάκτηση -καθόλου αυτονόητη μέχρι πριν από λίγα χρόνια- που ήταν η ομαλή και συνεχής λειτουργία του, χωρίς να επηρεάζεται το έργο του από αλλαγές κυβερνήσεων ή/και Προέδρων της Βουλής”.

 

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, του Στέλιου Κράλογλου, 1/2/2018]