Τρεις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε δώδεκα μήνες, capital controls, αδυναμία κατανόησης από την κυβέρνηση της κρισιμότητας της κατάστασης στην ελληνική βιομηχανία, φόβοι των ξένων επενδυτών για το υψηλό ρίσκο της χώρας και απανωτές πολιτικές παλινωδίες ρήμαξαν την αγορά
Ήταν η χρονιά των μεγάλων εξελίξεων και των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Τo καλοκαίρι μάλιστα φτάσαμε να θυμηθούμε παλιές κακές εποχές διχασμού, ενώ η χώρα οδηγήθηκε τρεις φορές στις κάλπες εξαιτίας κακών υπολογισμών, εσωκομματικών αμφισβητήσεων και μιας ανερμάτιστης πολιτικής.
Θέλετε κι άλλα; Η «υπερήφανη διαπραγμάτευση» του Γιάνη Βαρουφάκη κόστισε στην αξιοπιστία της χώρας, η οποία διαπομπεύτηκε από ξένα κέντρα έχοντας όμως δώσει προηγουμένως δικαιώματα, ενώ η κυβέρνηση συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. εμφανώς απροετοίμαστη –παρά το ότι τα ίδια τα δύο κόμματα προκάλεσαν πρόωρες εκλογές με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας– πελαγοδρομώντας γύρισε την οικονομία πίσω, μετά από μια διετία αναπτυξιακή που επέτρεπε αισιοδοξία. Με αφορμή, λοιπόν, τον εορτασμό τηςπρώ της χρονιάς διακυβέρνησης της Αριστεράς στη χώρα, το «business stories» κάνει τη δική του ανασκόπηση. Μια αναδρομή σε μια πολύ κακή χρονιά για την αγορά και την οικονομία, που σημαδεύτηκε από τους κεφαλαιακούς περιορισμούς, τη φυγή κεφαλαίων και τελικά τα λουκέτα.
Μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη Κυριακή να πανηγύριζαν σε ένα κομματικό γλέντι-εκδήλωση, όμως η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών και των πεπραγμένων της προηγούμενης χρονιάς δείχνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Κραταιές επιχειρήσεις πτώχευσαν, μεγάλοι κλάδοι που για χρόνια αποτελούσαν πυλώνες ανάπτυξης, όπως οι εξαγωγές, το λιανικό εμπόριο, η χαλυβουργία, δυσκολεύτηκαν, ενώ η έννοια «βουλγαροποίηση της χώρας» σημαίνει πλέον τη φυγή επιχειρήσεων και κεφαλαίων στην πιο φιλική γειτονική χώρα και όχι την εισροή μεταναστών προς τη χώρα μας, όπως γινόταν από το ’90 και μετά. Ωστόσο, και στο επίπεδο διαχείρισης της καθημερινότητας της αγοράς, η κυβέρνηση εξακολουθεί -δυστυχώς- να δείχνει ότι τίποτα δεν έμαθε από την περιπέτεια στην οποία υπέβαλε τη χώρα επί 12 μήνες. Η φορολόγηση των επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών εξακολουθεί να είναι υψηλή, άρα και αντιαναπτυξιακή, το ΕΣΠΑ δεν έχει πιάσει τις ταχύτητες που πρέπει και η γραφειοκρατία είναι δεδομένη, ενώ εμμονικοί υπουργοί με μηδενική εμπειρία στην ιδιωτική οικονομία επιλέγουν να αντιμάχονται μεγάλες επενδύσεις την ώρα που η χώρα διψά γι’ αυτές. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι ο Πάνος Σκουρλέτης, ένας μικροεπιχειρηματίας με δύο προσωπικές επιχειρηματικές αποτυχίες στην πλάτη του κατά το παρελθόν, αντιστρατεύεται τη μεγαλύτερη επένδυση των τελευταίων ετών στη Βόρεια Ελλάδα, αυτή στις Σκουριές, με πρωτοφανές μίσος, αναζητώντας, όπως όλα δείχνουν, την τρίτη αποτυχία του. Μόνο που αυτή δεν θα είναι προσωπική, όπως οι άλλες δύο.
Επειδή όμως η κριτική δεν πρέπει να είναι μονόπλευρη και πάντα αρνητική, να πούμε ότι η κυβέρνηση κατόρθωσε επιτυχίες εκεί όπου προηγούμενες δεν τα είχαν πάει και τόσο καλά. Και επρόκειτο για ανέλπιστες επιτυχίες από μια κυβέρνηση που με λύσσα αντιμαχόταν τις ιδιωτικοποιήσεις, όμως σήμερα διά του ενεργού ΤΑΙΠΕΔ τις προχωρά με γρήγορους ρυθμούς. Παράλληλα, η προσπάθεια κατά της φοροδιαφυγής συνεχίζεται αν και μόνο στα λόγια και τις απειλές, δημιουργώντας μεν την κοινωνική αίσθηση πως θα υπάρξει δικαιοσύνη, δίχως όμως προς το παρόν να φέρνει αξιόλογα έσοδα και φυσικά τραυματίζοντας την επιχειρηματικότητα, η οποία νιώθει διαρκώς να βρίσκεται υπό καθεστώς διαρκούς απειλής. […].