Στο χρόνο που κυλά, τηρούνταν παλιότερα συνήθειες που σχεδόν έχουν λησμονηθεί…μα κάθε φορά που τελειώνει ο παλιός χρόνος κι΄αρχίζει ο νέος, λές και ξεφεύγουν από τα λαογραφικά μελετήματα, τα βιβλία και τις παλιές κιτρινισμένες φυλλάδες, όπου παραμένουν αποθηκευμένα, σαν αδιάψευστοι μάρτυρες του παρελθόντος, ξαναζώντας για λίγο εμείς ανάμεσά τους.
Μπορεί πολλά απ’ αυτά νάναι άγνωστα, μα όταν τα διαβάζουμε, νοιώθουμε πως μας χαϊδεύουνε, μας ακουμπούνε, με μιά νοσταλγική συγκίνηση και τρυφεράδα.
Αν δε αναλογιστεί κανείς, τα βάσανα, τις δυσκολίες, τις συμφορές, που βρήκανε τους ανθρώπους της γής αυτής, αν ανοίξει τα ιστορικά βιβλία, βεβαιώνεται για όσα βιώσανε στο πέρασμα των χρόνων, οι προηγούμενες γενιές. Κι’ όμως παρά τα δυσβάσταχτα βάρη, τις κακουχίες, τη σκλαβιά, ο Ελληνικός κόσμος κατόρθωνε να βάζει στην άκρη τα δύσκολα της ζωής του και να περιμένει τις γιορτές του δωδεκαήμερου με περισσή ελπίδα και πίστη. Οι άνθρωποι των χθεσινών καιρών βρίσκανε το κουράγιο να αντισταθούν, προσδοκώντας κάτι καλύτερο, περιμένοντας σε ώρες αλλαγής του χρόνου, τις απλές χαρές, την υγεία, τις καλές ώρες για την οικογένεια και την τύχη που ίσως θα χτυπούσε την πόρτα τους.
Καθώς ξημέρωνε πρωτοχρονιά, οι νοικοκυρές δεν έπιαναν σκούπα. Την έκρυβαν στο κελλάρι πίσω από την πόρτα και καθώς ήταν η συνήθεια, να χτυπά χαρμόσυνα η καμπάνα, φορούσαν οικογενειακώς τα γιορτινά τους και έπαιρναν μαζί τους ένα ρόδι. Οταν τέλειωνε η λειτουργία γύριζαν πάλι στο σπίτι τους και στο κατώφλι έσπαναν το ρόδι λέγοντας «χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα , κι΄ όσα τα σπειριά του ροδιού, τόσα πολλά και τ΄αγαθά του σπιτιού».
Σε κάποια μακεδονικά χωριά συνηθίζανε να ρίχνουν στ’ αναμμένο τζάκι ένα κλαδί πουρναριού και τότε λέγανε: «Οσα φύλλα και κλαριά, τόσα γρόσια και φλουριά».
Αν τύχαινε και κρατούσαν στα τσουκάλια τους νερό, από τον παλιό χρόνο, οι νοικοκυρές το χύνανε και φέρνανε από τη βρύση φρέσκο νερό για τον νέο χρόνο. Θεωρούσαν γρουσουζιά να μήν «φιλέψουνε» τη βρύση. Γι’ αυτό άφηναν δίπλα στη βρύση μύγδαλα, καρύδια, σύκα ξερά ή κάποιο γλυκό.
Στα χωριά μας, συνηθίζανε παλιότερα να βάζουν στην πρωτοχρονιάτικη πίττα αντί για νόμισμα, διάφορα όσπρια. Οποιος έβρισκε στη μερίδα του κάτι απ’ αυτά, σήμαινε ότι θα είχε καλή σοδειά.
Το πρωΐ της πρωτοχρονιάς, αφού πλένονταν πρώτα όλα τα μέλη της οικογένειας, η μάνα με ένα σιδερένιο εργαλείο στο χέρι, «χτυπούσε» απαλά το μέτωπο μικρών και μεγάλων για να είναι γεμάτοι υγεία, νάναι «σιδερένιοι» όλο το χρόνο. Σε άλλα χωριά πάλι το «χτύπημα» γίνονταν με ένα κλαδί ελιάς ή βολβό από κρεμμύδι, έτσι ώστε να απομακρυνθούν από τα νοικοκυρόσπιτα τα κακά πνεύματα.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος» και σε κάθε σπιτικό κόβονταν η πρωτοχρονιάτικη πίττα, συνήθως κρεατόπιττα, με το φλουρί πάντα στη γέμιση.
Την ώρα που η οικογένεια βρίσκονταν στο τραπέζι, το μεγαλύτερο μέλος θυμίαζε τη πίττα και έλεγε μιά προσευχή. Στο τραπέζι υπήρχαν όλα τα καλά που πλούτιζαν το ξεχωριστό συναπάντημα, με τα γλυκά, τα εκλεκτά φαγητά και το κρασί από το αμπέλι. Οταν δε το ρολόϊ έδειχνε μεσάνυχτα, τότε άνοιγε η βρύση για να «τρέχει» η ευτυχία στο σπιτικό, όπως το νερό. Οταν δεν υπήρχε βρύση στο σπίτι, τότε έφερναν νέο νερό – αμίλητο νερό – από τη κεντρική βρύση του χωριού.
Πρωτοχρονιά και μεταμφίεση πήγαιναν συχνά μαζί από παλιά. Οι εκδηλώσεις στο Αργος Ορεστικό έχουν παμπάλαιες ρίζες. Με το που ξημέρωνε, όλοι βγαίνανε στους δρόμους, μασκαρεμένοι, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Το ποδαρικό ήταν από παλιά, συνήθεια, που οι νοικοκυραίοι έδιναν ιδιαίτερη προσοχή.
Πρωτουποδεχόντουσαν στο σπιτικό τους, κάποιο πρόσωπο, γελαστό, χαρούμενο, για να τους κάνει το Καλό Ποδαρικό, για να πάει η χρονιά όσο καλύτερα.
Σε παλιότερες χρονιές, τα ελεύθερα κορίτσια – ανύπαντρα – μάντευαν τη τύχη τους, την πρώτη του χρόνου.
Με λυωμένο κερί, έφτιαχναν μιά μαλακιά μπάλα και έγραφαν επάνω το όνομα του προσώπου που τα ενδιέφερε και έδιναν σιγά – σιγά στη μπάλα το σχήμα της καρδιάς. Οταν έπεφταν για ύπνο την έβαζαν στη θέση της καρδιάς τους. Αν την επόμενη μέρα, έβρισκαν άθικτο το όνομα και διαβάζονταν καθαρά, τότε αυτό σήμαινε πώς η τύχη τους θα ήταν καλή και ότι μέσα στο χρόνο, θα γίνονταν νύφη.
Και πάλι πίσω στην πρωτοχρονιάτικη πίττα. Στις παλιότερες εποχές εκτός από φλουρί, οι νοικοκυραίοι έβαζαν μαζί του και άλλα μικροπράγματα συμβολικά, όπως ένα μικρό βλαστάρι από τη κληματαριά της αυλής, ένα άλλο από τη μουριά κι’ ένα τρίτο ξυλαράκι, συνήθως από γερό και σκληρό κλαράκι δένδρου.
Οι κάτοικοι της Μακεδονίας φροντίζανε ακόμη να μήν κλάψουνε, να μήν στεναχωρηθούνε την ημέρα της πρωτοχρονιάς, για να είναι ο νέος χρόνος, χωρίς λύπες και πίκρες, αλλά γεμάτος χαρά και γαλήνη κι ασφαλώς με δώρα.
Καλή χρονιά ας ευχηθούμε και μείς, ο ένας στον άλλον, με την ελπίδα πώς θα ξεπεράσουμε τα δύσκολα.
[ΠΗΓΗ: https://fonikastorias.gr/, της Μαρούλας Γκαμπέση]