Όλος ο τύπος αναφέρεται στην επικείμενη πώληση λιγνιτικών Μονάδων (ΑΗΣ) της ΔΕΗ χωρίς να διευκρινίζει κατά πόσον θα συμπεριληφθούν στην πώληση και Ορυχεία.
Κάποιοι σημειώνουν το κενό αυτό στην πληροφόρηση, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό μιας και τα ορυχεία καταλαμβάνουν σημαντικές εκτάσεις, στις οποίες, εάν δεν γίνει η κατάλληλη αποκατάσταση μετά το πέρας της εκμετάλλευσης, θα δημιουργηθούν σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που θα επιβαρύνουν τις επερχόμενες γενεές.Τα ορυχεία απασχολούν την πλειοψηφία του προσωπικού της ΔΕΗ στις περιοχές των λιγνιτωρυχείων
Ο λιγνίτης είναι ο κύριος παράγοντας κόστους των ΑΗΣ και έτσι το κόστος του καθορίζει την ένταξη μιας μονάδας στο διασυνδεδεμένο σύστημα της χώρας.
Είχαμε από τριετίας επισημάνει (1) το υψηλό κόστος του ελληνικού λιγνίτη, το οποίο ήταν τότε το υψηλότερο στην Ευρώπη, διπλάσιο του ανταγωνιστού Mini Maritsa Iztok στην Βουλγαρία. Παράλληλα, η τιμή του φυσικού αερίου έπεσε με αποτέλεσμα, σε κάποιες περιόδους , να εντάσσονται στην παραγωγή του ρεύματος οι λιγνιτικοί ΑΗΣ μετά από εκείνους του φυσικού αερίου. Η απαξίωση αυτή της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής θα οδηγήσει στην πώληση των μονάδων έναντι συμβολικού τιμήματος (ό,τι δεν βγάζει λεφτά ή προκαλεί ζημία δεν έχει αξία).
Επειδή η λειτουργία των ορυχείων επηρεάζει μεγάλο εκλογικό σώμα, η διατήρησή τους υπό «κρατική» ιδιοκτησία, με παράλληλη πώληση σταθμών, φαντάζει μια διαδικασία που έχει μικρότερο πολιτικό κόστος. Τη μη πώληση των ορυχείων είναι δυνατόν να επιθυμούν και οι περισσότεροι των αγοραστών είτε διότι δεν ασχολούνται με τα ορυχεία είτε διότι δεν επιθυμούν να εμπλακούν με τα δύσκολα και φτωχά ελληνικά λιγνιτωρυχεία. Το μοντέλο αυτό το βλέπουμε υλοποιούμενο στη γειτονιά μας, Κόσοβο, Βουλγαρία και εσχάτως στη Σερβία.
Στην περίπτωση αυτή, η τροφοδοσία των σταθμών θα είναι εξασφαλισμένη (και με ποινικές ρήτρες για ποιότητες και ποσότητες λιγνίτη) μέσω συμφωνιών πώλησης λιγνίτη μεταξύ των «κρατικών» λιγνιτωρυχείων και του «ιδιώτη» παραγωγού. Βέβαια, για να εντάσσονται οι πωληθείσες μονάδες θα πρέπει η τιμή του καυσίμου (λιγνίτη) να είναι σε ανταγωνιστικά επίπεδα, ενώ σήμερα το κόστος λέγεται ότι είναι διπλάσιο. Συνεπώς, το ορυχεία θα δουλεύουν με σημαντικές ζημιές και οι απολύσεις, μαζί με τη δραματική μείωση των μισθών, φαίνονται μονόδρομος. Παράλληλα, λόγω των κακών οικονομικών, η περιοχή που φιλοξενεί τα ορυχεία θα χάσει οποιαδήποτε ωφέλεια.
Η λειτουργία της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής είναι απαραίτητη για την ασφάλεια τροφοδοσίας της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια. Συνεπώς, η Κυβέρνηση έχει δύο επιλογές:
αποδεχόμενη ότι δεν μπορεί να μειωθεί το κόστος του λιγνίτη, να προστατεύσει και να επιδοτήσει μια «κρατική» λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή, ή να προσπαθήσει να μειώσει το κόστος του λιγνίτη ώστε η σχετική ηλεκτροπαραγωγή να αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό.
Η δεύτερη επιλογή είναι προφανώς η καλύτερη αλλά μπορεί να υλοποιηθεί καλύτερα από μια ιδιωτική επιχείρηση που θα περιλαμβάνει και σταθμούς και ορυχεία. Αυτή η επιχείρηση θα είναι επίσης πιο δυναμική στην επίτευξη κάποιων απαραίτητων εξαιρέσεων σε κανονισμούς της ΕΕ (2) ώστε να τερματισθεί απρόσκοπτα η λιγνιτική εκμετάλλευση με παράδοση της επιφάνειας του εδάφους ξανά στις συνήθεις δραστηριότητες.
[ΠΗΓΗ: http://www.oryktosploutos.net/, του Δρ. Μάριου Λεονάρδου, τ. Διευθυντή Σχεδιασμού και Απόδοσης Ορυχείων / ΔΕΗ , 29/3/2017]