Η συμφωνία για την 3η αξιολόγηση κόμισε νέες δεσμεύσεις και επιβεβαίωσε ότι θα πρέπει να γίνουν όλες οι εκκρεμότητες των προηγούμενων ετών μέσα σε λίγους μόνο μήνες (προκειμένου να μην υπάρξουν “αφορμές”, από την πλευρά των δανειστών, περί καθυστερήσεων στη μεγάλη παράλληλη διαπραγμάτευση που λαμβάνει ήδη χώρα για το χρέος, την επόμενη μέρα και τον ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου). Ωστόσο, η πιο μεγάλη δυσκολία της συμφωνίας αυτής ίσως αποδειχθεί μια άλλη παράμετρος: η χρηματοδοτική κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται η Ελλάδα όταν όλη αυτή διαδικασία θα κορυφώνεται.
Όπως προκύπτει από τους πίνακες της Έκθεσης Συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (η οποία συνοδεύει τα επικαιροποιημένα κείμενα του Μνημονίου, τα οποία εγκρίθηκαν την προηγούμενη Δευτέρα από το Eurogroup), η ελληνική κυβέρνηση συναίνεσε να ολοκληρώσει το αργότερο τον Ιούνιο του 2018 την πιο δύσκολη ίσως πραγμάτευση στα χρόνια των Μνημονίων, έχοντας πολύ δυσμενή ταμειακή θέση: Μόνο 500 εκατ. ευρώ
Σύμφωνα με τον πίνακα των χρηματοδοτικών αναγκών της Κομισιόν, ακόμα και αν πάρει το σύνολο των 6,7 δισ. ευρώ που προβλέπει η 3η αξιολόγηση, στο τέλος Ιουνίου θα έχει κρατικά διαθέσιμα 500 εκατομμύρια ευρώ (έναντι 2,4 δισ. ευρώ στο τέλος Απριλίου και Μαΐου). Όσο για τα 11,7 δισ. ευρώ που προβλέπονται από την 4η (και τελευταία) αξιολόγηση, στο πιο καλό σενάριο θα φτάσουν στα κρατικά ταμεία τον Ιούλιο, ώστε να έχει η Αθήνα το περιθώριο να αποπληρώσει ομαλά τις δανειακές της υποχρεώσεις, αλλά και να διατηρήσει το “στίγμα” εμπιστοσύνης που θέλει να εκπέμπει διαρκώς προς το εξωτερικό, με στόχο την πλήρη επιστροφή της χώρας στις αγορές.
Όπως γίνεται σαφές από τα ίδια κείμενα, αν θέλει να ενισχύσει τη χρηματοδοτική της θέση η Ελλάδα, θα μπορεί, πέρα από τις εξόδους στις αγορές (η επόμενη απόπειρα επιχειρείται να λάβει χώρα, σύμφωνα με πληροφορίες, την επόμενη εβδομάδα, αποκτώντας με βάση τα νέα αυτά δεδομένα ειδική σημασία), να αντλεί περισσότερα έσοδα από τα πλεονάσματα, από την εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων και από πράξεις repos (βραχυπρόθεσμου δανεισμού από το ευρύτερο Δημόσιο) ή κεντρικής διαχείρισης διαθεσίμων.
Αναφορικά με το μέλλον, με βάση τον υφιστάμενο σχεδιασμό για την παροχή χρηματοδότησης από το δάνειο του ESM, υπολογίζεται ότι, όταν θα ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, η Ελλάδα θα έχει διαθέσιμα 10,2 δισ. ευρώ, τα οποία θα καλύπτουν τις ανάγκες της για τους επόμενους 10 μήνες μετά το τέλος του. Και σε αυτό το σημείο επαναλαμβάνονται στο κείμενο της Έκθεσης Συμμόρφωσης οι εκτιμήσεις/παραινέσεις ότι το “μαξιλάρι” αυτό μπορεί να αυξηθεί μέσω της πρόσβασης στις αγορές, μέσω διαχείρισης των διαθεσίμων του Δημοσίου, μέσα από πρόσθετα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων και μέσα από τα έσοδα από τη διακράτηση κερδών ομολόγων (ΑNFA – SMP).
Συνολικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραδέχεται ότι ο ESM θα διαθέσει τελικά μόνο τα 58,6 δισ. ευρώ, επί συνόλου 86 δισ. ευρώ του δανείου που συμφωνήθηκε το 2015. Δηλαδή θα μείνουν στο ράφι χρηματοδοτήσεις αξίας 27,4 δισ. ευρώ. Μάλιστα, αναφέρεται ότι το ποσό αυτό μπορεί να μειωθεί αν ενεργοποιηθεί το δάνειο του ΔΝΤ των 1,6 δισ. ευρώ, κάτι που φαίνεται να επιθυμεί, με βάση το ύφος του κειμένου.
Δημοσιονομική βόμβα τα “φέσια”
Τέλος τα λεφτά από το δάνειο, τα 1,5 δισ. ευρώ είναι τα τελευταία χρήματα- δυσμενέστερη ρήτρα διανομής
Ένας άλλος όρος ο οποίος δυσκολεύει την κατάσταση τόσο από πλευράς ρευστότητας όσο και από πλευράς δημοσιονομικής διαχείρισης είναι αυτός της δέσμευσης της κυβέρνησης να αποπληρώσει πλήρως τις οφειλές του κράτους προς ιδιώτες. Οι “θεσμοί” έχουν δώσει ήδη 5,5 δισ. ευρώ και, έτσι (καθώς το πρόγραμμα προέβλεπε 7 δισ. ευρώ), η χρηματοδότηση που απομένει από το δάνειο του ESM είναι μόνο 1,5 δισ. ευρώ, το οποίο και θα δοθεί σε δύο δόσεις με την 3η αξιολόγηση.
Οι “θεσμοί” ξεκαθαρίζουν, λοιπόν (και αποδέχεται η κυβέρνηση), ότι δεν πρόκειται να δοθεί ούτε ένα ευρώ για οφειλές του κράτους προς ιδιώτες με την 4η αξιολόγηση. Και ορίζεται ότι η κυβέρνηση με αυτό το 1,5 δισ. ευρώ θα πρέπει να ξεχρεώσει 3,5 δισ. ευρώ περίπου οφειλές, αν και εφόσον δεν δημιουργηθούν νέα χρέη. Διότι, σε αυτή την περίπτωση, το ποσό που θα πρέπει να βάλει από την “τσέπη” του το ελληνικό Δημόσιο μεγαλώνει, το ίδιο και η πίεση στα πρωτογενή πλεονάσματα. Κάτι που θα δυσχεράνει (αν συμβεί) τη μεγάλη διαπραγμάτευση της άνοιξης για την εμπροσθοβαρή εφαρμογή των μέτρων του 2020 (για τη μείωση του αφορολογήτου) που ζητά το ΔΝΤ.
Ο ενισχυμένος ρόλος υπερ-επόπτη για το ΔΝΤ
Η εκτίμηση για το χρέος και την πορεία του έως το 2060, που γίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα συνοδευτικά κείμενα του Μνημονίου, βασίζεται στην πεποίθηση ότι το ΑΕΠ θα έχει μακροχρόνιο ρυθμό αύξησης 1,5%. Την ίδια στιγμή, είναι γνωστό ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει μελλοντική ανάπτυξη 1%, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και άλλων παραγόντων. Αυτό το χάσμα, που έχει επιπτώσεις τόσο στα δημοσιονομικά μέτρα που ζητούνται όσο και στην πίεση για παρέμβαση στο χρέος, αποτυπώνει τη διάσταση απόψεων στη μεγάλη μάχη που έχει ήδη ξεκινήσει για τις τελικές αποφάσεις που θα αφορούν το ελληνικό ζήτημα.
[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr, της Δήμητρας Καδδά, 28/1/2018]