ΓΙΑΤΙ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΜΟΛΟΓΑ – ΔΕΝ ΠΕΙΘΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ, ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΝΑΛΥΤΕΣ

Αύξηση αντί για βελτίωση σημειώνει το κόστος δανεισμού της ελληνική κυβέρνησης από την ημέρα της εξόδου στις αγορές, όπως αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων. Σύμφωνα με τους αναλυτές αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση που έχει σημειώσει το ελληνικό χρηματιστήριο, δείχνει ότι οι επενδυτές δεν έχουν πειστεί ότι η Ελλάδα γυρίζει σελίδα.

Πιο αναλυτικά, η απόδοση στο 10ετές διαμορφώνεται στο 5,514% με άνοδο σχεδόν 5% από την ημέρα που ανακοινώθηκε η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές (5,274%), μόλις την περασμένη εβδομάδα.

Ανοδικά έχει κινηθεί και η απόδοση του 2ετούς τίτλου από την ημέρα της εκτόξευσης του 5ετούς, αφού σήμερα οι αποδόσεις του διαμορφώνονται στο 3,324% από 3,185% στις 25 Ιουλίου.

Σε ότι αφορά το ελληνικό χρηματιστήριο, από την ημέρα της εξόδου ο τραπεζικός δείκτης έχει υποχωρήσει σχεδόν 6%, με ένα ισχυρό διήμερο sell-off την περασμένη εβδομάδα μετά και τις προειδοποιήσεις του ΔΝΤ για τις ελληνικές τράπεζες, ενώ ο Γενικός Δείκτης υποχωρεί κοντά στο 3% έχοντας χάσει τις 850 μονάδες.

Αυτό δείχνει πως και η δεύτερη έξοδος στις αγορές που προγραμματίζει η ελληνική κυβέρνηση στο επόμενο διάστημα, ποντάροντας στο γρήγορο κλείσιμο της γ’ αξιολόγησης, δύσκολα θα επιτευχθεί στις συνθήκες που θα ήθελε.

Αξίζει να σημειώνουμε πως τον Ιούνιο, αξιωματούχος της κυβέρνησης είχε δηλώσει πως η πρώτη έξοδος στις αγορές θα γίνει όταν η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα πέσει κάτω από το 5%, κάτι που όπως είδαμε δεν κατέστη δυνατό κι έτσι οδήγησε σε μία έξοδο η οποία κατά πολλούς έγινε σε χειρότερους όρους από ότι η αντίστοιχη του 2014.

Σύμφωνα με την JP Morgan, προς το τέλος του έτους, αναμένεται διεύρυνση του ελληνικού spread από τα σημερινά επίπεδα, καθώς τα spreads στην ευρωζώνη θα αυξηθούν λόγω της αυξανόμενης μεταβλητότητας, ενώ τα spreads της ευρωπεριφέρειας θα διευρυνθούν λόγω της αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας στην  Ιταλία και του tapering του QE της ΕΚΤ.

Όπως σημειώνει η Capital Economics σε νέο της note, τον Ιούλιο η Ελλάδα βγήκε για πρώτη φορά στην αγορά ομολόγων από το 2014. Ωστόσο οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων έχουν αυξηθεί από τότε και οι τιμές των ελληνικών μετοχών έχουν μειωθεί.

Αυτό, όπως τονίζει η C.E, μπορεί να υποδηλώνει ότι οι επενδυτές δεν είναι πλήρως πεπεισμένοι από τις προοπτικές της Ελλάδας.

Αντιθέτως, η πρόσφατη συρρίκνωση των spreads μεταξύ των αποδόσεων σε άλλες περιοχές της ευρωπεριφέρειας και των γερμανικών ομολόγων, υποδηλώνει ότι οι επενδυτές ενθαρρύνονται από τις βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής και δεν ανησυχούν πολύ για την προοπτική του τέλους του QE της ΕΚΤ.

Σύμφωνα με τον Simon Tilford του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση (Centre for European Reform) το πρόγραμμα λιτότητας κατέστησε τα πράγματα χειρότερα στην Ελλάδα και ότι η χώρα δεν έχει ακόμη ανακάμψει.

“Έχει ζήσει την μεγαλύτερη κατάρρευση εν καιρώ ειρήνης που έχει σημειώσει ποτέ κάποια  ανεπτυγμένη οικονομία και ακόμα δεν έχει ανακάμψει ουσιαστικά”, όπως σημειώνει.

Ο Tilford υποστηρίζει ότι η πρόσφατη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές ήταν επιτυχής μόνο επειδή τα ομόλογα είχαν πολύ υψηλό επιτόκιο.

Αξίζει να σημειώσουμε πως οι αναλυτές επισημαίνουν ότι για να μπορέσει το κόστος δανεισμού της ελληνική κυβέρνησης σε βιώσιμο επίπεδο, και για να υπάρξει νέα σημαντική ζήτηση για οποιαδήποτε επόμενη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές, το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους θα πρέπει να τεθεί στο τραπέζι των δανειστών, ενώ από την πλευρά της η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει πιστή στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Όπως σημείωσε η HSBC πριν από μερικές ημέρες “νέα ζήτηση των επενδυτών για το ελληνικό μακροπρόθεσμο χρέος μπορεί να μην υπάρξει αν δεν υπάρξει πρώτα αντιμετώπιση της βιωσιμότητας τους ελληνικού χρέους”.

Από την πλευρά της η JP Morgan τόνισε πως “εκτός από τις δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές έως τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει πιστή στις μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προχωρήσουν σε περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους , έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος του QE”.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr, της Ελευθερίας Κούρταλη, 4/8/2017]