ΚΑΒΑΔΙ, Η ΤΟΠΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ & ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

Η μορφή κάθε φορεσιάς προσδιορίζεται  όχι μόνο από τα υλικά της κατασκευής αλλά και με τις ανάγκες που πρέπει να καλύψει. Ανάγκες που πηγάζουν και εκφράζουν τις ιδιαίτερες συνθήκες όπου δημιουργείται, πλάθεται και ζει κάθε κοινότητα, κοινωνικοιστορικές και οικονομικές συνθήκες και εξωτερικές επιδράσεις  και παραδόσεις, αλλά και εμπορικές σχέσεις κάθε κοινότητας.

Η λαϊκή φορεσιά της Ιερισσού, όπως και των περισσοτέρων χωριών της Χαλκιδικής, είναι το καβάδι. Η ονομασία της προέρχεται από το Βυζάντιο. Ως καβάδια χαρακτηριζόταν οι ανδρικές φορεσιές των αρχόντων του Βυζαντίου. Αν παρατηρήσει κανείς την ενδυμασία των Ορθοδόξων Αρχιερέων, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, θα δει πως είναι κι αυτή καβάδι. Με την ίδια ονομασία συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας αντίστοιχες φορεσιές (Σουφλί Θράκης, Κάλυμνος Δωδεκανήσου κλπ). Τα μέρη που αποτελούν το καβάδι είναι τα… βρακιά, η φανέλα ή πουκάμισο, τα μπαμπουκλιά, η μακριά πουκαμίσα, το καβάδι, η ποδιά, τα λαχούρια, τα σκουφούνια ή κουκναρίτσες και το φέσι.

Το βρακί είναι φτιαγμένο από βαμβακερό άσπρο ύφασμα, ήταν αρκετά φαρδύ και έφτανε ως τα γόνατα, δενόταν στη μέση και στα γόνατα με κορδόνι. Οι νύφες τα στολίζανε στις άκρες στα γόνατα με δαντέλα.

Το πουκάμισο ή φανέλα φοριόταν κι αυτό εσωτερικά, φτιαγμένο από βαμβακερό υφαντό ύφασμα και ήταν μακρύ ως το γόνατο, επίσης.

Το μπουμπουκλί ή μπουμπουκλιά, είναι απλή μάλλινη ή βαμβακερή φούστα με σούρα στη μέση που φοριόταν πάνω από το εσωτερικό πουκάμισο για να στρώνει ωραία το εξωτερικό πουκάμισο και το καβάδι.  Το φορούσαν στις γιορτές και στις χρονιάρες μέρες, κάτι δηλαδή σαν φουρό.

Η πουκαμίσα ή το εξωτερικό πουκάμισο ήταν υφαντό στον αργαλειό βαμβακερό. Ήταν μακρύ ως πιο κάτω από τα γόνατα, για να φαίνεται κάτω από το καβάδι.  Τα μανίκια του ήταν μακριά και φαρδιά. Ο ποδόγυρος και οι άκρες των μανικιών ήταν στολισμένος με δαντέλα φτιαγμένη από τα χέρια των ίδιων των γυναικών. Είχε ένα άνοιγμα στο στήθος ως κάτω στη μέση που έκλεινε με κουμπιά, αυτό εξυπηρετούσε τις γυναίκες για να μπορούν να θηλάσουν.  Πίσω από το λαιμό υπήρχε ένα μικρό γιακαδάκι.

Το καβάδι ή ψαλιδωτό φόρεμα μπαίνει πάνω από το εξωτερικό πουκάμισο. Τα καθημερινά μονόχρωμα υφάσματα τα ύφαιναν οι γυναίκες μόνες τους στον αργαλειό, σε αντίθεση με τα γιορτερά που τα υφάσματα τα αγόραζαν από εμπόρους. Το απλό καθημερινό καβάδι σχηματίζει ίσιες ρίγες ενώ το γιορτερό έχει ανάμεσα στις ρίγες αλλαγές χρωμάτων που σχηματίζουν γωνίες σαν άνοιγμα ψαλιδιού, εκεί οφείλεται η ονομασία του ψαλιδωτό καβάδι.  Τα υφάσματα αυτά τα δίνανε σε ειδικούς ραφτάδες που τα ράβανε. Το καβάδι  έκλεινε σταυρωτά εμπρός, είχε ένα μεγάλο άνοιγμα στην τραχλιά και κούμπωνε χαμηλά με κουμπάκια για να συγκρατεί και το στήθος.

Γύρω από το άνοιγμα της τραχλιάς οι γυναίκες ράβανε ένα κεντημένο μεταξωτό ύφασμα για να το στολίσουν. Εσωτερικά ράβανε οι τεχνίτες ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα, κάτι σαν φόδρα, ώστε με τα γαζιά να δημιουργηθούν σχέδια.  Τα μανίκια του καβαδιού ήταν μακριά και κατέληγαν σ’ ένα τρίγωνο ή δέλτα, εσωτερικά έραβαν ένα μεταξωτό ύφασμα με λουλούδια ή άλλα σχέδια, έτσι ώστε μόλις δίπλωνε προς τα έξω να φαίνονται τα σχέδια. Το δίπλωμα στηριζόταν στα εξωτερικά μανίκια με ένα θηλύκι.

Η ποδιά ήταν υφαντή στον αργαλειό με διάφορα σχέδια και χρώματα και συνήθως ραβόταν σε δύο κομμάτια. Στις άκρες έμπαινε ένα είδος δαντέλας και κρόσσια. Φοριόταν πάνω από το καβάδι.

Στη μέση και πάνω από την ποδιά δενόταν ένα μεγάλο μεταξωτό μαντήλι για ζωνάρι, που το ονόμαζαν λαχούρι. Το αγόραζαν από διάφορους εμπόρους. Η ονομασία του λέγεται πως  οφείλεται στην ομώνυμη πόλη της Περσίας όπου προερχόταν.  Στη δεξιά πλευρά το δένανε οι παντρεμένες και στην αριστερή οι ελεύθερες, αφήνοντας να πέφτουν κάτω τα κρόσσια του.

Τα σκουφούνια είναι οι κάλτσες που φορούσαν οι γυναίκες και είναι πλεγμένα από τις ίδιες με άσπρο μαλλί. Οι γυναίκες τα κεντούσαν στη φτέρνα και στο κότσι με διάφορα σχέδια, λουλούδια, πουλιά κλπ. Το πιο συνηθισμένο σχέδιο ήταν ένα κλαδί που κατέληγε σε δύο κουκουνάρες. Από αυτό το σχέδιο προήρθε και η ονομασία «κουκναρίτσες».

Οι γυναίκες χτένιζαν τα μαλλιά τους μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο, τα έριχναν μπροστά και τα έπλεκαν πλεξούδες, στις οποίες ανάμεσα έβαζαν μια κορδέλα. Μετά τα έφερναν πίσω και συγκρατούσαν τις πλεξούδες με την κορδέλα. Για να συγκρατούν τα μαλλιά τους φορούσαν το φέσι που το ονόμαζαν «καβούκι». Συνήθως ήταν σε κόκκινο χρώμα και το έραβαν ειδικές γυναίκες, που γνώριζαν την τεχνική. Στο πάνω μέρος του φεσιού τοποθετούσαν ένα κεντητό με χρυσή κλωστή στρογγυλεμένο ύφασμα, το οποίο κεντούσαν  οι  ίδιες για το φέσι τους, ονομαζόταν «τεπέ».  Ανάμεσα στο τεπέ και στη βάση του φεσιού έδεναν ένα μεταξωτό, επίσης, κεντημένο μαντήλι. Οι πλούσιες και οι αρχόντισσες συγκρατούσαν το μεταξωτό μαντήλι με χρυσά κοσμήματα ή καρφίτσες, ενώ οι υπόλοιπες το έδεναν. Οι ελεύθερες και οι νιόπαντρες τοποθετούσαν στο φέσι και μια χρυσή φούντα.  Οι μεγάλες σε ηλικία γυναίκες έριχναν πάνω  από το καβούκι ένα διπλωμένο μαντήλι που περνούσαν τις άκρες τους κάτω από το σαγόνι, τις φέρνανε πάνω και τις δένανε θηλιά πάνω στο καβούκι. Όταν εργαζόταν στα κτήματα και στα χωράφια δεν φορούσαν καβούκι, απλώς δένανε μια μαντήλα που την τραβούσαν μπροστά για να τους κάνει ίσκιο.

Τα επίσημα υποδήματα δεν ήταν παπούτσια, ήταν παντόφλες που τις έφτιαχναν ειδικοί τεχνίτες τσαγκάρηδες. Μέσα στο σπίτι τον χειμώνα φορούσαν τα γνωστά μέχρι σήμερα «τιρλίκια»  είτε τα έπλεκαν οι ίδιες οι γυναίκες είτε τα αγόραζαν από τεχνίτες φτιαγμένα από μαλακό δέρμα.

Τις πληροφορίες αυτές  τις συγκέντρωσα από γυναίκες μεγάλης ηλικίας που δεν είναι πλέον εν ζωή, το 1985-88 όταν ήμουν υπεύθυνος του χορευτικού  στον Πολιτισμικό σύλλογο Κλειγένη και αποφασίσαμε να κάνουμε καινούριες στολές/καβάδια για το χορευτικό τμήμα.  Τότε πολλές γυναίκες θυμόταν πως μέχρι και τη δεκαετία του 50’ υπήρχαν γιαγιάδες που φορούσαν ακόμη τα καβάδια. &

Δείτε εδώ περισσότερες φωτογραφίες:

[ΠΗΓΗ: https://aetoshal.blogspot.com/, του Ιωάννη Πλιούκα, δημοσιεύθηκε στο 13ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού “Κύτταρο Ιερισσού”, 9/4/2024]