Διαβάζω στην εφημερίδα «Πρωινός Λόγος Ιωαννίνων», στο φύλλο της 7/3/2018, ένα άρθρο του κου Μιχάλη Κ. Ντιναλέξη, Πολιτικού Μηχανικού & Μηχανικού Περιβάλλοντος στο Imperial College London, Ερευνητής Ανθρωπογενούς Σεισμικότητας & Σεισμικής Επικινδυνότητας, περί έρευνας υδρογονανθράκων στην Ήπειρο.
Μια χαρακτηριστική φράση μου έμεινε στο μυαλό: «Το ενδεχόμενο μεταφοράς τον κλίματος των Σκουριών στην Ήπειρο δεν μπορεί παρά να είναι ανησυχητικό…». Αυτό τα λέει όλα… Αφ΄ ενός τη δική μας κατάντια στην Χαλκιδική όπου έχουμε πλέον γίνει γνωστοί πιο πολύ για τις Σκουριές και χρησιμοποιούμαστε ως παράδειγμα προς αποφυγήν, και αφ’ ετέρου την προβολή κάποιων λογικών φωνών στην Ήπειρο, οι οποίες αρχίζουν να καταλαβαίνουν το antigold παιχνίδι και πως προσπαθεί να γίνει εξαγώγιμο προϊόν της Χαλκιδικής.
Σας μεταφέρω ένα απόσπασμα από το άρθρο:
« […] Ο κ. Άκης Τσελέντης (καθηγητής Σεισμολογίας ΕΚΠΑ, Δ/ντης του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου), συνοψίζοντας, υποστήριξε πως η πιθανότητα επαγόμενης σεισμικότητας είναι μικρότερη από την πιθανότητα αεροπορικού δυστυχήματος, η οποία βέβαια δε μας οδηγεί στο καταργήσουμε τα αεροπλάνα…
Ο κ. Τσελέντης ήταν βέβαια προσκεκλημένος της ομάδας αντίδρασης, η οποία έπεσε θύμα των λεγόμενων fake news (ψεύτικης είδησης) βασιζόμενη σε άρθρο κάποιου blog, το οποίο παραποίησε μία ραδιοφωνική συνέντευξή του, παρουσιάζοντάς τον λάβρο κατά του εγχειρήματος. Φυσικά, η στάση του κ. Τσελέντη, ως ειδικού, ήταν πολύ διαφορετική. Σε τέτοια λεπτά τεχνικά ζητήματα πρέπει η προσωπική έρευνα που κάνει ο καθένας να είναι σοβαρή και να μη βασίζεται σε ό τι διαβάσει σε τυχαία σημεία στο ίντερνετ, πόσο μάλλον αντιεπιστημονικά και χρωματισμένα.
Με το σύνολο, λοιπόν, των ανησυχιών και ερωτημάτων απαντημένο, το συμπέρασμα είναι ακλόνητο: οι εξορύξεις είναι για την Ήπειρο, το περιβάλλον της, και όλα τα στοιχεία της, ακίνδυνες. Είναι, όμως, και απαραίτητες. Η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική κρίση, ενώ η Ήπειρος και τα χωριά της βιώνουν το μαρασμό ήδη για δεκαετίες. Κάθε επένδυση είναι απαραίτητη, κι έστω και μία θέση εργασίας είναι επιτυχία. Η υποστήριξη τέτοιων βιώσιμων επενδύσεων, λοιπόν, είναι η μόνη υπεύθυνη στάση για τον τόπο.
Η αντίθεση στο εγχείρημα αυτό χρησιμοποιεί πλέον περιβαλλοντικές ανησυχίες (για να παρασύρει όσους φοβηθούν) μόνο ως προκάλυμμα στο πραγματικό κίνητρο, το οποίο είναι πολιτικό. Παραδέχθηκε άλλωστε η ομάδα αντίδρασης και στις δύο ημερίδες, πως η εναντίωσή της στο εγχείρημα είναι πολιτική. Αλλά είναι αυταπόδεικτο, τόσο από τη σύνθεση της ομάδας αντίδρασης στις ημερίδες –με συνδικαλιστές, μέλη και στελέχη αριστερών κομμάτων– όσο κι από τις διάφορες άλλες ομάδες που ασχολούνται ενεργά με το θέμα και τις εκδηλώσεις τους, οι οποίες είναι, είτε μερικώς, είτε πλήρως, κομματικοποιημένες. Αναμφίβολα το ζήτημα θα είχε γίνει σημαία και του ΣΥΡΙΖΑ αν δεν ήταν στην κυβέρνηση – τώρα με το ένα χέρι υπογράφει τις συμβάσεις και με το άλλο συμμετέχει στις αντιδράσεις.
Η δε συμμετοχή ατόμων από τις Σκουριές σε εκδηλώσεις της ομάδας αντίδρασης ήδη από το περασμένο έτος κατέδειξε πως αυτή δεν αποτελεί απλή, αχρωμάτιστη ομάδα κατοίκων, όπως παρουσιάστηκε, αλλά κατέδειξε περεταίρω τα βαθιά της πολιτικά κίνητρα. Η αυξημένη συμμετοχή τους, διαδικτυακή και φυσική μέχρι και στις ημερίδες –οι οποίες, υπενθυμίζω, έγιναν για την τοπική κοινωνία και όχι για «μουσαφίρηδες»– αποδεικνύει ότι σκοπός της ομάδας αντίδρασης δεν είναι ο εσωτερικός διάλογος μεταξύ των Ηπειρωτών για το θέμα, αλλά η επιβολή της άποψής της στο σύνολο, με τη βοήθεια οποιουδήποτε συμμάχου.
Στις Σκουριές όμως δεν υπάρχει μόνο μία ομάδα αντίδρασης, αλλά μία σειρά φαινομένων. Πρόκειται για την πλέον πολιτικοποιημένη αντίδραση σε επένδυση στην Ελλάδα. Υπάρχουν μεγάλες εντάσεις που πολλές φορές ξεπερνούν τα όρια. Έχουν λάβει χώρα και εκτεταμένα επεισόδια, με τη συμμετοχή μεταφερόμενων ομάδων αναρχικών και άλλων. Μάλιστα ορισμένες φορές έχουν φτάσει σε σημείο επιθέσεων των εγκαταστάσεων της εταιρείας και βανδαλισμών.
Το ενδεχόμενο μεταφοράς του κλίματος των Σκουριών στην Ήπειρο δεν μπορεί παρά να είναι ανησυχητικό. Εισαγόμενα επεισόδια και εντάσεις θα κάνουν μεγαλύτερη ζημιά στην περιοχή μας, στην κοινωνική συνοχή, την οικονομία και την εικόνα της. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή: κι αν κρίνει κανείς από τους μικρής έκτασης βανδαλισμούς που έχουν ήδη λάβει χώρα στα πεδία των σεισμικών ερευνών, δε θα πρέπει να αποκλείσει την κλιμάκωση. Είναι ένα ενδεχόμενο που απεύχομαι, αλλά το οποίο είναι πιθανό, και, τελικά, πιο επικίνδυνο από τις έρευνες και τις εξορύξεις».