Στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής δημοσιεύεται ένα πραγματικά περιεκτικό άρθρο, υπογεγραμμένο από την κα Σώτη Τριανταφύλλου, στο οποίο η συγγραφέας προσπαθεί να αναλύσει τους λόγους που η κατάσταση με τα μεταλλεία Χαλκιδικής έχει φτάσει εδώ που έφτασε – και σε ένα μεγάλο ποσοστό το καταφέρνει. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος είναι αντίθετος με την εξορυκτική δραστηριότητα στην περιοχή, διαβάζοντας το άρθρο της κας Τριανταφύλλου σίγουρα θα έχει δεύτερες σκέψεις.
Το πρώτο το οποίο ξεκαθαρίζεται στο άρθρο είναι ότι το περιβαλλοντικό και οικονομοτεχνικό ζήτημα πρέπει να λυθεί από ειδήμονες που να λαμβάνουν υπόψη το κέρδος για τους πολίτες και την ενδεχόμενη βλάβη του οικοσυστήματος στην περιοχή, και όχι από πολιτικούς , από στρατευμένους αγωνιστές ή από αυτόκλητους «ειδικούς».
Επόμενο σημείο που αναλύεται είναι –και εδώ χρησιμοποιείται ένας ιδιαίτερα εύστοχος όρος– η αναδίπλωση στον οικονομικό εθνικισμό. Κάποιοι νομίζουν ότι τα εγχώρια κεφάλαια θα έχουν διαφορετικά αποτελέσματα (καλά ή άσχημα) από τα «ξένα». Έχουν ξεχάσει ότι ο καπιταλισμός είναι διεθνής και δεν έχει πατρίδα. Και βέβαια λησμονούν ότι ελληνικά κεφάλαια δεν υπάρχουν πλέον. Και αντί να κοιτάξουν τι γίνεται γύρω τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αυστραλία, η οποία στηρίζει την οικονομία της σε μεγάλο ποσοστό στην εξόρυξη, αλλά με κεφάλαια που προσελκύει από το εξωτερικό, θεωρούν τις ξένες επενδύσεις ιμπεριαλιστική στρατηγική κίνηση ή ξεπούλημα. Και βέβαια δεν μιλάνε για τις τουριστικές μονάδες ξένων συμφερόντων, μόνο στα μεταλλεία εντοπίζουν το πρόβλημα.
Άλλο πρόβλημα που εντοπίζεται είναι η νοοτροπία που εμποδίζει την επιχειρηματικότητα. Μετά από χρόνια επιχειρηματικής λήθης, η αφύπνιση είναι δύσκολη υπόθεση. Έχουμε ξεχάσει σαν λαός τι σημαίνει να στήνεις μια σωστή επιχείρηση και να φιλοδοξείς να επιτύχεις, να παράγεις αγαθά και να βγάζεις από αυτά κέρδος. Το κέρδος, και η επιτυχία, συνδέονται στο υποσυνείδητό μας με την εξαπάτηση (κοινού, κράτους και Ε.Ε.), τη φοροδιαφυγή, τον γρήγορο πλουτισμό και βέβαια με τη βλαχοεπίδειξη. Το ερώτημα είναι αν οι νεότερες γενιές, που, σε υπολογίσιμο ποσοστό, έχουν ανατραφεί με υπερπροστατευτικό τρόπο και με όνειρα άμεσης αποκατάστασης, μπορούν να αλλάξουν πορεία και να αναζητήσουν τη θέση τους στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της αγοράς. Απαραίτητη είναι η αρωγή ενός ισχυρού, ευέλικτου και αποφασιστικού κράτος που να αποφασίζει για την παραγωγή στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα αφήνοντας, παραλλήλως, ελεύθερη την ατομική πρωτοβουλία και ενθαρρύνοντας το ατομικό κέρδος.
Το επόμενο σημείο αναδεικνύεται με μια απλή ερώτηση: Είναι τόσο ρυπογόνα ώστε να αντισταθμίζει μια οικονομική δραστηριότητα ευρείας κλίμακας και μια καλή αρχή για περαιτέρω επενδύσεις; Με άλλα λόγια έχουμε την πολυτέλεια να μην προχωρήσουμε σ’ αυτή την επένδυση; Αναρωτιέται η συγγραφέας σε ποια άλλη χώρα υπάρχει ορυκτός πλούτος αλλά μένει ανεκμετάλλευτος για τις αιτίες που προβάλλονται στη Χαλκιδική; Είναι γνωστό ότι οι ξένοι επενδυτές διστάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα διότι μας θεωρούν αναξιόπιστους, τεμπέληδες, ψευτοοικολόγους, αναρχοσυνδικαλιστές. Σε τέτοιο περιβάλλον η βιομηχανία πεθαίνει αν δεν θέλουμε να επιστρέψουμε στην… προβιομηχανική εποχή πρέπει να κάνουμε κάποιες σοβαρές διαπραγματεύσεις και ελιγμούς.
Το άρθρο κλείνει με μια αναφορά στις ακραίες οργανωμένες αντιδράσεις. Οι αντιφρονούντες, κινούμενοι στα όρια της οικο-τρομοκρατίας κάνουν ανυπολόγιστη ζημιά, εκθέτοντας την Ελλάδα στο εξωτερικό, αποθαρρύνουν κάθε είδους επενδυτές και όχι μόνον στον τομέα της εξόρυξης, και βέβαια δεν προβάλλουν καμιά, μα καμιά, -εφικτή- εναλλακτική πρόταση. Μοιάζουν σαν να μην έχουν κατανοήσει ούτε τη δεινή θέση στην οποία βρισκόμαστε, ούτε το ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε μια σειρά από συμβιβασμούς.