Κάθε εβδομάδα που περνά αποδεικνύεται όλο και περισσότερο πως το 2017 μπήκε με το “αριστερό” για την κυβέρνηση της αριστεράς. Όχι μόνο δεν υπάρχουν ενδείξεις απογείωσης της οικονομίας αλλά αυξάνονται τα συμπτώματα της επιδείνωσης.
Η τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ δείχνει πως ο δείκτης οικονομικού κλίματος το Φεβρουάριο έπεσε στο 92,9 από 95,1. Χαρακτηριστικός είναι και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης καίριος για την πορεία της οικονομίας που έχει επιστρέψει στα χαμηλά του 2013 έχοντας χάσει όλη την πρόοδο που είχε συντελεστεί μεταξύ 2013-2015.
Οι παραπάνω ενδείξεις θα πρέπει να προστεθούν στα αρνητικά μηνύματα της χαμηλής εισπραξιμότητας του ΕΦΚΑ και της υστέρησης των εσόδων του ΦΠΑ σε σχέση με το στόχο του προϋπολογισμού.
Παρά ταύτα, η επικρατούσα αντίληψη είναι πως όταν και αν κλείσει η αξιολόγηση, το κλίμα θα βελτιωθεί και η εμπιστοσύνη θα αποκατασταθεί. Την αντίληψη αυτή ενισχύουν δηλώσεις παραγόντων εκτός κυβέρνησης όπως π.χ. του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας πως το κλείσιμο της αξιολόγησης θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη.
Υπάρχουν βάσιμα επιχειρήματα πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί. Το πιθανότερο είναι η συνέχιση της διολίσθησης στην οικονομική μιζέρια.
Τα επιχειρήματα αυτά είναι τα εξής:
Εμπιστοσύνη: Η κυβέρνηση λόγω των αριστερίστικων εμμονών της και της παροιμιώδους αδυναμίας διαχείρισης έχει χάσει ολοσχερώς την εμπιστοσύνη του κόσμου της οικονομίας. Κατά συνέπεια καμιά σοβαρή επένδυση δεν πρόκειται να γίνει όσο θα βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ή κοντά σ’ αυτήν με ανοιχτή την προοπτική επανόδου.
Ανάλογα κινούνται και τα νοικοκυριά που έχουν προσαρμόσει τις δαπάνες τους σε συνθήκες υψηλού ρίσκου, κρατούν τις καταθέσεις μακριά από τις τράπεζες κλπ.
Ακόμη και να κλείσει η αξιολόγηση τα συγκεκριμένα αντανακλαστικά του κόσμου της οικονομίας και της κοινωνίας θα παραμείνουν σε ισχύ.
Φορολογία-Εισφορές: Η αυξημένη φορολογία και οι μεγάλες εισφορές καθιστούν τις περισσότερες μη “ύποπτες” επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Ελλάδα ασύμφορες. Όσο θα συνεχίζονται, η χώρα θα συνεχίζει να διώχνει το καλύτερο εργατικό και επιχειρηματικό δυναμικό στο εξωτερικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αυτοκτονεί, οδεύοντας προς μια ολοσχερή κατάρρευση.
Ευρώ-Ε.Ε.: Η άνοδος του λαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με το Brexit και την εκλογή Τραμπ που εκπέμπει αντιευρωπαϊκές κορώνες, έχουν αυξήσει την αβεβαιότητα σε σχέση με το μέλλον της Ένωσης. Το ρίσκο είναι ακόμη μεγαλύτερο για την Ελλάδα καθώς έχουν επανέλθει στο διεθνή τύπο τα σενάρια για Grexit, ακόμη και αν επιβιώσει το Ευρώ και η Ένωση.
Το ζήτημα του Ευρώ και η διάλυση ή νέα αρχιτεκτονική της Ε.Ε. δεν αναμένεται να ξεκινήσουν να συζητούνται πριν τις γαλλικές και γερμανικές εκλογές, δηλαδή πριν τις αρχές του 2018. Τότε θα τεθεί σε νέα βάση και το ζήτημα της Ελλάδας του οποίου μια οριστική λύση τα τελευταία χρόνια απλώς μετατίθεται στο μέλλον αφήνοντας τις ελληνικές κυβερνήσεις να προσπαθούν να διατηρήσουν ό,τι μπορούν από το πελατειακό κομματικό κράτος.
Οι δανειστές μετά το καλοκαίρι του 2015 είχαν επενδύσει στη δυνατότητα της διακυβέρνησης Τσίπρα να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις με λιγότερη κοινωνική αντίσταση, αλλά διαψεύστηκαν καθώς όταν τις εφαρμόζει τις εφαρμόζει με λάθος τρόπο ενώ οι εσωτερικές αντιδράσεις δεν του επιτρέπουν να κινηθεί γρήγορα.
Εκτίμησή μου είναι ότι οι βασικές συνισταμένες που ορίζουν το οικονομικό κλίμα δεν πρόκειται να αλλάξουν πριν ξεκαθαρίσει:
α) το μέλλον του Ευρώ και της Ε.Ε.
β) το μέλλον της Ελλάδας σε σχέση με το Ευρώ και την Ε.Ε.
και πριν υπάρξει:
γ) άλλο μείγμα φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής
δ) και μια κυβέρνηση που θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κόσμου της οικονομίας…
Η παρούσα κυβέρνηση έχει χάσει το στοίχημα στην οικονομία και την κοινωνία και βρίσκεται ήδη σε αποδρομή. Ποντάρει στο ότι μόλις καταφέρει η ηγετική ομάδα να κάμψει τις εσωτερικές αντιστάσεις και κλείσει την αξιολόγηση, η οικονομία θα ανακάμψει επαρκώς και θα της επιτρέψει να καρπωθεί την υπεραξία της βελτίωσης και του τέλους των μνημονίων.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο όμως φαίνονται πιθανά στο ορατό μέλλον.
Επιπλέον η κυβέρνηση έχει τόσα μέτωπα ανοιχτά τα οποία χειρίζεται με ερασιτεχνισμό και ιδεοληψίες που το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν θα καταφέρει να φτάσει στο τέλος της τετραετίας αλλά πού θα σκοντάψει και πόσο οδυνηρό μπορεί να είναι το πέσιμο.
[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, του Κώστα Στούπα, 6/3/2017]