Τα σχέδια της ΔΕΗ για τη σύμπραξη με την κινεζική CMEC στην κατασκευή νέας λιγνιτικής μονάδας παραγωγής ρεύματος στην περιοχή Μελίτη της Φλώρινας.
Ήδη έχει πιάσει δουλειά η κοινή ομάδα εργασίας που συνέστησε η ΔΕΗ με την κινεζική εταιρεία CMEC, με σκοπό να διερευνήσει την προοπτική κατασκευής της Μελίτη II , δηλαδή ενός νέου λιγνιτικού σταθμού παραγωγής ενέργειας, στην ομώνυμη περιοχή της Φλώρινας. Ο δρόμος για τη σύσταση της ομάδας άνοιξε στα μέσα Σεπτεμβρίου, με την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας (MoU) ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις αλλά και τις δύο ελληνικές εταιρείες (ΤΕΡΝΑ, Ελλάκτωρ) οι οποίες έχουν στην κυριότητά τους λιγνιτωρυχεία στην περιοχή. Αν η έρευνα της επιτροπής δείξει πως το σχέδιο είναι οικονομικά βιώσιμο, τότε στόχος είναι να ιδρυθεί μία θυγατρική εταιρεία, στην οποία η ΔΕΗ θα συνεισφέρει την ήδη υπάρχουσα μονάδα Μελίτη I , ισχύος 330 MW, το χώρο κατασκευής του νέου λιγνιτικού σταθμού, την άδεια κατασκευής το λιγνιτωρυχείο στην περιοχή Κλειδί, όπως επίσης και το 40% που κατέχει από το λιγνιτωρυχείο της Βεύης.
Η μετοχική σύνθεση
Από την πλευρά τους, οι δύο ελληνικές εταιρείες θα εκχωρήσουν στη θυγατρική το 60% από το λιγνιτωρυχείο της Βεύης που βρίσκεται στην κυριότητά τους, όπως επίσης και το ορυχείο της Αχλάδας. Όσον αφορά στη CMEC, αυτή θα αναλάβει τη σχεδίαση και τη χρηματοδότηση κατασκευής της Μελίτη II , ισχύος 450 MW. Με βάση τις μελέτες που είχε κάνει η ΔΕΗ στο παρελθόν, όταν διερευνούσε το ενδεχόμενο να κατασκευάσει μόνη της τη μονάδα, η επένδυση άγγιζε τα 750 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, για τη CMEC, το κόστος ενδέχεται να αποδειχθεί μικρότερο. Όσον αφορά στη μετοχική σύνθεση της υπό σύσταση εταιρείας, στόχος είναι να αντικατοπτρίζει την αξία των περιουσιακών στοιχείων και των χρηματικών κεφαλαίων που θα προσφέρει κάθε ένας από τους τρεις συνεργάτες. Για τον προσδιορισμό των ποσοστών θα προσληφθεί ανεξάρτητος εκτιμητής, ενώ η ΔΕΗ δέχεται εκ των προτέρων πως με την εκτίμηση ενδεχομένως θα βρεθεί να κατέχει μειοψηφικό πακέτο μετοχών στη νέα εταιρεία.
Το χρονοδιάγραμμα
Αν μελετώντας τις τεχνικοοικονομικές λεπτομέρειες, η κοινή ομάδα εργασίας δώσει το πράσινο φως ώστε να προχωρήσει η σύμπραξη, τότε η θυγατρική θα συσταθεί μέσα στο 2017. Η κατασκευή της μονάδας θα μπορούσε να ξεκινήσει μέσα στο 2018, ενώ παράλληλα θα γίνουν και οι προπαρασκευαστικές εργασίες στα ορυχεία που θα την τροφοδοτούν με λιγνίτη. Ετσι, σε 4 5 χρόνια αργότερα, η Μελίτη II αναμένεται πως θα είναι έτοιμη να ξεκινήσει την παραγωγή ρεύματος. Η CMEC δεν έχει θέσει κανέναν περιορισμό ως προς τις εταιρείες που θα αναλάβουν την κατασκευή της μονάδας, κάτι που σημαίνει πως θα μπορούσαν να είναι ελληνικές. Παράλληλα, από τον κινεζικό κολοσσό υπάρχουν ήδη ενδείξεις πως σκοπός του είναι η Μελίτη II να είναι υπερσύγχρονη, αφού για παράδειγμα έχει επιλέξει παρόμοιους λέβητες με αυτούς στην υπό ανέγερση Πτολεμαΐδα V .
Αναβάθμιση της λιγνιτικής παραγωγής
Σε μία τέτοια περίπτωση, η απόδοσή της θα είναι πολύ υψηλή, αγγίζοντας το 41,5%. Την (δια στιγμή, χάρη στο project, θα δοθεί η ευκαιρία αξιοποίησης του λιγνίτη της περιοχής, ο οποίος είναι από τους πιο πλούσιους στην Ελλάδα σε θερμογόνο δύναμη. Έτσι, θα μπορέσει να βελτιωθεί και η πραγματική απόδοση της Μελίτη I , αφού θα τροφοδοτείται με καλύτερης ποιότητας καύσιμο. Η Μελίτη II θα πάρει τη θέση απαρχαιωμένων και ρυπογόνων θερμοηλεκτρικών μονάδων, τις οποίες η επιχείρηση θα χρειασθεί να αποσύρει τα επόμενα χρόνια. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορέσει να διατηρηθεί η συμμετοχή του λιγνίτη στο 35% στην ηλεκτροπαραγωγή, περιορίζοντας παράλληλα τις εκπομπές ρύπων. Όπως έχει επανειλημμένα δηλώσει ο πρόεδρος της ΔΕΗ κ. Παναγιωτάκης, το ποσοστό αυτό είναι απαραίτητο για την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας, αλλά και τη θωράκισή της από τυχόν σκαμπανεβάσματα των διεθνών τιμών του εισαγόμενου φυσικού αερίου, που χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή ρεύματος σε θερμοηλεκτρικές μονάδες. Παράλληλα, θα επιτρέψει στη χώρα μας να υπερκαλύψει το 2025 τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς στόχους για το 2030 στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας για τη μείωση των εκπομπών CΟ2, καθιστώντας μάλιστα, την Ελλάδα πρωτοπόρο πανευρωπαϊκά στον περιορισμό των αέριων ρύπων του θερμοκηπίου.
[ΠΗΓΗ: ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, 01/10/2016]