ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ ΞΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

newego_LARGE_t_1101_54631043_type13031Η κυβέρνηση φοβάται σκλήρυνση των πιστωτών στο χρέος και στη δεύτερη αξιολόγηση.

Σκλήρυνση της στάσης των πιστωτών σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του προγράμματος και την ελάφρυνση του χρέους, ένταση της αβεβαιότητας με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάκαμψη και παράταση των capital controls φοβάται η κυβέρνηση ως συνέπεια του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Το οικονομικό επιτελείο επιχειρεί από την Παρασκευή να εκτιμήσει τις επιπτώσεις, προκειμένου να τις ενσωματώσει στη στρατηγική του, ενόψει της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές για τη δεύτερη αξιολόγηση του φθινοπώρου. Το υπουργείο Οικονομικών είχε αρχίσει να επεξεργάζεται το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2017 – 2020, επιδιώκοντας να περιλάβει, σύμφωνα με υψηλόβαθμο κυβερνητικό αξιωματούχο, δυο βασικά στοιχεία: πρώτον, τη διανομή κοινωνικού μερίσματος από την εκτιμώμενη υπεραπόδοση των μέτρων και, δεύτερον, τη σταδιακή αποκλιμάκωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ το 2019 και στο 1,5% του ΑΕΠ το 2020. Το εάν και κατά πόσον αυτές οι επιδιώξει είναι συμβατές, μετά το βρετανικό δημοψήφισμα είναι προς διερεύνηση. «Είχαμε φτιάξει ένα συνεκτικό αφήγημα, το οποίο, λόγω εξωγενών παραγόντων, έχει ανατραπεί», λέει ο ίδιος.
Σύμφωνα με την πρώτη ανάγνωση της κυβέρνησης, οι επιπτώσεις για την Ελλάδα συνίστανται στα εξήε:
1. Επιστροφή της αβεβαιότητας με δύο συνέπειες. Πρώτον, η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη στην αβεβαιότητα, ενώ οι επενδυτές αναζητούν ασφαλή καταφύγια. Μια πρώτη τέτοια σαφής ένδειξη ήταν η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Δεύτερον, καθίσταται δυσκολότερη η άρση των capital controls. Η έξοδος στις αγορές, η επιστροφή των καταθέσεων αλλά και η άρση των capita lcontrols, που θα βοηθούσαν στην επιστροφή στην κανονικότητα και στην ανάκαμψη της οικονομίας, κατά πάσα πιθανότητα αναβάλλονται. «Τα οφέλη που περιμέναμε από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα έρθουν με καθυστέρηση και θα είναι ενδεχομένως περιορισμένα», αναφέρει ο κυβερνητικός αξιωματούχος.
2. Επίπτωση στην πραγματική οικονομία. Το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι δεν θα είναι σημαντική και θα προκόψει κυρίως έμμεσα, από την επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης. Οι ευρωπαϊκές αρχές εκτιμούν ότι, εξαιτίας του Brexit, ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη θα είναι κατά δύο έως τρία δέκατα της μονάδας βραδύτερος απ’ όσο αρχικά προβλεπόταν.
Υπό αυτή την έννοια θεωρούν ότι είναι μάλλον υπερβολική η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα θα χάσει μισή μονάδα του ΑΕΠ, εξαιτίας του βρετανικού δημοψηφίσματα. Πάντως, η Βρετανία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τον ελληνικό τουρισμό. Μία κάμψη είναι πολύ πιθανή στον βαθμό που η αβεβαιότητα θα κάνει πιο προσεκτικούς τους Βρετανούς ως προς τις δαπάνες τους, ενώ το ελληνικό τουριστικό προϊόν θα καταστεί ακριβότερο στο μέτρο που σταθεροποιηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα η ισοτιμία της λίρας με το ευρώ.
3. Η στάση των πιστωτών στη διαπραγμάτευση. Υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος η Αθήνα να βρεθεί αντιμέτωπη με πιο σκληρές γραμμές από την πλευρά των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης στην αξιολόγηση του φθινοπώρου. Η επικράτηση του Brexit πιθανότατα θα ενισχύσει τις ευρωσκεπτικιστικές τάσεις σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία, υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις τους να κρατήσουν πιο αυστηρή στάση έναντι της Ελλάδας. Αυτό μπορεί να σημαίνει βέτο σε κάποιο ελληνικό αίτημα, όπως η μείωση του στόχου για το έλλειμμα. Η κυβέρνηση επιδιώκει να αποτυπώσει την αλλαγή των στόχων στο νέο μεσοπρόθεσμο για τα έτη 2019 και 2020.
Οι στόχοι έως το 2018 δεν αλλάζουν. Επίσης θέλει να αποτυπώσει στο μεσοπρόθεσμο τη διανομή κοινωνικού μερίσματος, με την αύξηση των δαπανών του κοινωνικού προϋπολογισμού. Οι δαπάνες αυτές σχεδιάζεται να χρηματοδοτηθούν από την καλύτερη απόδοση των φορολογικών μέτρων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσει του υπουργείου Οικονομικών, μόνο φέτος θα υπάρξει υπέρβαση του στόχου για τα έσοδα κατά 200 έως 300 εκατ. ευρώ. Σε ορίζοντα 2 έως 3 χρόνων, η υπέρβαση θα είναι σημαντική ώστε να χρηματοδοτήσει την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, υποστηρίζουν. Ωστόσο οι εξελίξεις στη Βρετανία και η επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα θέτουν εν αμφιβάλω την υπεραπόδοση των μέτρων. Επιπλέον είναι άγνωστο εάν οι πιστωτές θα δεχθούν να διατεθεί για κοινωνικέςπαροχές και όχι για δράσεις με πιο μόνιμα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, όπως η μείωση της φορολογίας.
Η ελάφρυνση του χρέους είναι ένα άλλο αίτημα τηςελληνικής πλευράς που μπορεί να βρει ισχυρότερες αντιστάσεις. Επίσης, δεδομένηςτηςαβεβαιότητας, και το ΔΝΤ ενδέχεται να μην είναι πλέον διατεθειμένο να πιέσει πάρα πολύ προς αυτή την κατεύθυνση, υποστηρίζουν παράγοντες που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση. Αντίθετα είναι πιθανόν να ενισχυθούν οι πιέσειςπρος την Αθήνα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα φέρουν την ελληνική κυβέρνηση σε δύσκολη θέση, όπως, για παράδειγμα, τα εργασιακά.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση επιπτώσεων, το οικονομικό επιτελείο έχει διαμορφώσει τους βασικούς άξονες της ελληνικής αντίδρασης: Πρώτον, ολοκλήρωση της επόμενης αξιολόγησης όσο το δυνατόν ταχύτερα. Δεύτερον, ένταση των προσπαθειών προσέλκυσης επενδύσεων. Τρίτον, δυνατότητα ταχύτερης ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Προφανής στόχος είναι να περιοριστούν οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας, γιατί εάν δεν βρει το σενάριο για τον ρυθμό ανάπτυξης, όλο το πρόγραμμα αλλά και όλο το αφήγημα της κυβέρνησης για αλλαγή σελίδας τινάζεται στον αέρα.

[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, του Βασίλη Ζήρα, 26/6/2016]