Έτσι ήταν πάντα. Δείτε, λ.χ., τι έγραφε ο Ροΐδης: «Ερίζωσε εις το πνεύμα παντός Έλληνος η ιδέα ότι δια της κατοχής πτυχίου πάντα τα στάδια είναι εις αυτόν όχι μόνον προσιτά, αλλά και ικανώς ασφαλέστερα παρά εις πάσαν άλλην χώραν, αφού ο αποτυχών ως ιατρός έχει την ελπίδα να γίνει αστυίατρος, ο στερούμενος πελατείας δικηγόρος ν’ αναδειχθή δικαστής και ο μη κατορθώσας να μάθη γράμματα να διαπρέψη παραπλεύρως πλείστων άλλων ως καθηγητής.» Από τις πρώτες δεκαετίες του σύγχρονου ελληνικού κράτους, λοιπόν, το πτυχίο ήταν μέσον για την επίτευξη ενός σκοπού και όχι σκοπός το ίδιο, για τη χαρά της μόρφωσης. Ο δε σκοπός αυτός ήταν το βόλεμα στο Δημόσιο, τον παράδεισο όσων δεν έχουν πρόβλημα να ζουν εις βάρος των άλλων.
Αυτό που άλλαξε εντυπωσιακά από την εποχή του Ροΐδη μέχρι σήμερα, στην εποχή του Φίλη, είναι τα μεγέθη. Η δημοκρατία διευρύνθηκε μέχρι που ξεχείλωσε. Μαζί της και τα αποδεικτικά της πανεπιστημιακής παιδείας, η αξία των οποίων μειώθηκε από τον πληθωρισμό και την πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών στα πανεπιστήμια, που εξισώθηκαν συλλήβδην σε «ΑΕΙ». Γιγαντώθηκε, επίσης, το εξαρχής μεγάλο ελληνικό κράτος (εξαρχής μεγάλο, λόγω ΜεγάληςΙδέας), σε σημείο ώστε κάποια στιγμή να πνίξει ό,τι άλλο υπήρχε – διότι αυτό ακριβώς ήταν η χρεοκοπία του 2010: Το κράτος μάς πήρε μαζί του στον βυθό.
Επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ, το Δημόσιο προστατεύεται πλέον επισήμου (και με καθεστώς Natura ) ως παράδεισος των τεμπέληδων. Η δε προστασία αυτή επεκτείνεται και στους απατεώνες: Εκείνους που αγόρασαν πλαστά πτυχία για να διοριστούν και να τους πληρώνουμε εσείς και εγώ τις συντάξεις τους. Οι δικαιολογίες του υπουργού Παιδείας, για τις εξετάσεις-πλυντήριο των απατεώνων, είναι αβάσιμες. Δεν έχει σημασία πόσο ευθύνεται η Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ για το συγκεκριμένο αίσχος –ούτως ή άλλως ευθύνονται για τα πάντα. Σημασία έχει ότι η Ν.Δ. πρωτίστως (με το ΠΑΣΟΚ να γκρινιάζει, αλλά να μην εμποδίζει) αποκατέστησε την τάξη των πραγμάτων: Οι πλαστογράφοι απολύθηκαν επί κυβερνήσεως Σαμαρά-Βενιζέλου, και μάλιστα από τον σημερινό αρχηγό της αντιπολίτευσης ως αρμόδιο υπουργό τότε.
Τώρα ο Ν. Φίλης προσφέρει στους απατεώνες την ευκαιρία να τακτοποιηθούν ξανά και, υποθέτω, περιμένει την ευγνωμοσύνη τους να εκφρασθεί όχι προς τον ίδιον απαραιτήτως, αλλά οπωσδήποτε προς το κόμμα, με τον τρόπο που ξέρουν: διά της ψήφου. Στην πραγματικότητα, ο Ν. Φίλης προσβάλλει βαθύτατα όλους τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους, εκείνους που δεν τόλμησαν ή δεν διανοήθηκαν καν να αγοράσουν πτυχίο για να αποκτήσουν έτσι ένα εργασιακό πλεονέκτημα εις βάρος των άλλων. Προφανώς, όμως, αυτό τους αφήνει αδιάφορους στην κυβέρνηση, διότι έχουν καταφέρει να περιχαρακώσουν τη δημοσιοϋπαλληλία κατά τρόπον ώστε να γίνει η εκλογική πελατεία τους. Θυμάστε πως κάποτε οι δεξιοί δεν ντρέπονταν για τις ψήφους των ακροδεξιών, που έπαιρναν ελλείψει βιώσιμων ακροδεξιών κομμάτων; Έτσι και οι Συριζαίοι δεν ντρέπονται αν προσθέσουν και 2.500 απατεώνες στο τσουβάλι με τους ψηφοφόρους. Ότι ισχύει για τα έσοδα των δημοσίων ουρητηρίων (κατά τον Βεσπασιανό πάντα) ισχύει και για τις ψήφους: δεν μυρίζουν …
Η απάντηση
Το χθεσινό ερώτημα της στήλης τελικά απαντήθηκε από τα γεγονότα. Ο βουλευτής Δωδεκανήσου του ΣΥΡΙΖΑ Ηλίας Καματερός (στέλεχος του ΚΚΕ μέχρι το 1989) δήλωσε ότι ταυτίζεται (sic) με τη δήλωση του Π. Καμμένου ότι η αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά είναι εγκληματική πράξη. Αν ήταν μόνον αυτός, δεν θα το συζητούσαμε τώρα προσετέθη όμως και αυτός ο πρόεδροςτης Βουλής. Ο Ν. Βούτσης συμφώνησε ότι η επίμαχη ρύθμιση ήταν στα όρια της αντισυνταγματικότητας. Αμφότεροι, πάντως, φρόντισαν να τονίσουν ότι δεν συμμερίζονται τον τρόπο με τον οποίον το είπε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας: Δεν αποδέχονται, δηλαδή, την ευθύτητά του, το θέλουν να λέγεται πλαγίως. Επομένως, ο σκοπός του Καμμένου με τη συγκεκριμένη δήλωση ήταν εκπαιδευτικός. Ήθελε να δείξει στους συντρόφους του (διότι όλοι ΠΑΣΟΚ είναι…) πως πρέπει να χειρίζονται την ανακολουθία λόγων και πράξεων. Κάποιοι το εκτίμησαν και γι’ αυτό ακολουθούν το παράδειγμά του. Δεν ξέρω αν στο Μαξίμου διαθέτουν την πολυτέλεια να εξοργίζονται με τον κυβερνητικό εταίρο τους θα έπρεπε όμως…
Ειρωνεία
Είναι τόσο εμφανής η ειρωνεία, ώστε δεν χρειάζεται εξήγηση. Εμείς πηγαίναμε για τον Μεγαλέξαντρο (αυτή είναι η σωστή γραφή του ονόματος: με φωνητική ορθογραφία) και στον Αριστοτέλη καταλήξαμε. Τι να τον κάνουμε τον τάφο του Αριστοτέλη; Διευκρινίζω εξαρχής ότι δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να μειώσω την έρευνα των άξιων αρχαιολόγων κάθε άλλο. Απλώς επιχειρώ να διερμηνεύσω το λαϊκό αίσθημα στο σύμπαν του Υπαρκτού Ελληνισμού, όταν ρωτώ τι να τον κάνουμε τον Αριστοτέλη. Εμείς τον Μεγαλέξαντρο θέλαμε, γιατί το όνομα είναι συνυφασμένο με τη θέληση για κατάκτηση, για δόξα και απόλυτη εξουσία. Ο Αριστοτέλης τι έχει να μας δώσει από αυτά;Άσε δε το άλλο! Χρειάζεται διάβασμα για να καταλάβει τον Αριστοτέλη, ενώ με τον Αλέξανδρο είναι απλό: Βλέπεις λίγο Ψωμιάδη στο YouTube και κατάλαβες…
[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, του Στέφανου Κασιμάτη, 27/05/2016]