ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

ellada-eurozoni-krisi-oikonomia-simaiesΟι επενδυτές δεν προκύπτουν ως «από μηχανής θεός», και ως εκ τούτου είναι απαραίτητη η καταβολή προσπαθειών για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών προς την Ελλάδα.

Καθώς η χώρα εφαρμόζει μία πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως αποτυπώνεται στο 3ο Μνημόνιο, τα οποία βραχυπρόθεσμα επιτείνουν το υφεσιακό αδιέξοδο, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Όσον αφορά στη δημοσιονομική προσαρμογή, στη σημερινή συγκυρία, τα μέτρα, στην υλοποίηση των οποίων στηρίζεται η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, περιλαμβάνουν και παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό και φορολογικό σύστημα της χώρας, που επιφέρουν σημαντικές επιβαρύνσεις στους συνταξιούχους, τους αγρότες, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους μισθωτούς και τις συνεπείς φορολογικά επιχειρήσεις.

Στις διαρθρωτικές παρεμβάσεις5, οι πιο σημαντικές αλλαγές που εξειδικεύονται στην τρέχουσα περίοδο αφορούν στην εισαγωγή ενός νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και ενός νέου πλέγματος διαδικασιών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κόκκινων τραπεζικών δανείων. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση στοχεύει στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών της χώρας μακροπρόθεσμα. κυρίως μέσω περικοπών στις συνταξιοδοτικές παροχές και επέκτασης της εισφοροδοτικής βάσης. Η επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων και η συνεπαγόμενη εξυγίανση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ομαλοποίηση της αγοράς ακινήτων στοχεύει στην αποκατάσταση της δυνατότητας του τραπεζικού συστήματος να χορηγεί νέα δάνεια και να χρηματοδοτεί καινούρια επενδυτικά σχέδια.

Μπορεί η Ελλάδα να γίνει ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις;

Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη της οικονομίας προϋποθέτει επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και των διαρθρωτικών παρεμβάσεων, διότι μόνον έτσι μπορεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αντιστοίχως. Προϋποθέτει, επίσης, τη διαμόρφωση ενός θεσμικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, μέσω άρσης αδειοδοτικών και χωροταξικών εμποδίων, καθώς και περιορισμών στον ανταγωνισμό και την είσοδο νέων επιχειρήσεων στην αγορά.

Όλες αυτές οι ενέργειες αποτελούν τις ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις για την προσέλκυση κεφαλαίων στην χώρα, με δεδομένο ένα διεθνές επενδυτικό περιβάλλον όπου η ανάληψη επενδυτικού κινδύνου βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια βρίσκονται στο μηδέν και η τιμή του πετρελαίου σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Δηλαδή, εάν τα διεθνή κεφάλαια διακρατούνται και δεν επενδύονται ακόμη και σε χώρες που έχουν καλά θεμελιώδη μεγέθη και προοπτικές, πως είναι δυνατόν να επενδυθούν στην Ελλάδα όπου η οικονομική κατάσταση δεν είναι και η καλύτερη; Στο πλαίσιο αυτό, είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να πείσει. Συνεπώς, δεν βοηθούν οι καθυστερήσει, οι ασυνέπειες και η δυστοκία στην λήψη αναγκαίων μέτρων και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Και το ίδιο ισχύει για τα διοικητικά θεσμικά προσκόμματα που προκύπτουν σε επενδύσει που ήδη υλοποιούνται (ΟΠΑΠ. Eldorado, κ.α.). ή σε μελλοντικές επενδύσεις που καθυστερούν, αν και οι σχετικές διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων έχουν ήδη ολοκληρωθεί (Ελληνικό, Αστήρ, κ.α.). Αντιθέτως, τέτοιες πρακτικές υπονομεύουν την σχετική θέση της χώρας μας και επιβεβαιώνουν την εικόνα μιας οικονομίας μη φιλικής προς την επιχειρηματικότητα.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η εμμονή στην επίκληση των επενδύσεων που δεν έρχονται, ως ένας «από μηχανής θεός» που θα καλύψει όλα τα αναπτυξιακά μας ελλείμματα, χωρίς να κάνουμε αυτό που πρέπει για να προσελκύσουμε επενδύσεις, είναι άκρως προβληματική. Αντί η χώρα να ασχολείται με τις προκλήσεις του μέλλοντος, δεν μπορεί καν να αντιμετωπίσει τις «ουρές» του παρελθόντος. Ενώ θα έπρεπε να έχουμε λύσει το δημοσιονομικό, το ασφαλιστικό, το φορολογικό, το αναπτυξιακό, το εργασιακό κ.λ.π., καρκινοβατούμε σε ατέρμονες συζητήσεις για το πως θα μοιρασθεί το κόστος των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, ένδειξη της αναξιοπιστίας των προτεινόμενων μέτρων που οι πολίτες αξιολογούν ως άδικα. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς (και δεν εννοούμε την Τρόικα), λαμβάνει, μάλιστα, χώρα όταν η οικονομία έχει σταματήσει να παράγει πλούτο καθώς δεν γίνονται καθαρές επενδύσεις. Απλώς ανακυκλώνουμε τα φορολογικά έσοδα που πληρώνουν όσοι ακόμη παράγουν, και ζούμε από τις αποταμιεύσεις μας. Και μετά από έξι δραματικά χρόνια φτωχοποίησης, ακόμη ψάχνουμε για το πολιτικό προσωπικό που θα μας οδηγήσει μπροστά. Το εκλογικό σώμα, μετά τις επανειλημμένες διαψεύσεις των προσδοκιών του από τα κόμματα τα οποία μέχρι σήμερα εμπιστεύθηκε, και χωρίς δουλειές και ανάπτυξη, μετακινείται όλο και περισσότερο προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος. Είναι, επομένως, εκ των ων ουκ άνευ να εφαρμοσθεί το πρόγραμμα εδώ και τώρα, για να βγει επιτέλουε η χώρα από την κρίση και να επιστρέψει στην κανονικότητα της ανάπτυξης.

 

[ΠΗΓΗ: CFO AGENDA, του Μιχάλη Μασουράκη, Chief Economist, ΣΕΒ, ετήσια έκδοση]