Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος είναι ισχυρά εξωστρεφής, αφού οι εξαγωγές πρωτογενών και επεξεργασμένων υλικών αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεων του, ενώ παράλληλα εταιρείες του κλάδου κατέχουν ηγετικές θέσεις στην ευρωπαϊκή αλλά και στη διεθνή αγορά σε προϊόντα όπως βωξίτης, αλουμίνα, αλουμίνιο,νικέλιο, καυστική μαγνησία, μπεντονίτης, περλίτης, ελαφρόπετρα και μάρμαρα. Την τελευταία δεκαετία υπάρχει στροφή στην αξιοποίηση βιομηχανικών ορυκτών σε καινοτόμες, εξειδικευμένες χρήσεις που έχουν περιβαλλοντικό προσανατολισμό και υψηλή προστιθέμενη αξία (ΠΛ μπεντονίτης, περλίτης, απαπουλγίτης αμφιβολίτης, ολιβινίτης, ανθρακικό ασβέστιο, βιομηχανικοί άργιλοι ειδικών χρήσεων κ.λπ.). Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Ε.Ε. που διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο, τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ποσότητα και ποικιλία ορυκτών και μεταλλευμάτων, με μεγάλο βιομηχανικό ενδιαφέρον και ποικιλία εφαρμογών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις ανάγκες σε ΟΠΥ (Ορυκτών Πρώτων Υλών) της ευρωπαϊκής αλλά και της διεθνούς κοινότητας προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα για την οικονομία της χώρας . Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρει σε ανακοίνωση του ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) αναλύοντας την εικόνα και την πορεία των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών εξαγωγικών μεταλλευτικών επιχειρήσεων δηλαδή της S&B Βιομηχανικά Ορυκτά, της Ελληνικοί Λευκόλιθοι, της Τσιμέντα Τιτάν και της Μάρμαρα Διονύσου Πεντέλης.
[ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 11/09/20