Η ΕΥΡΩΠΗ ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ: ΜΠΟΡΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΕΙ;

Προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την υλοποίηση του ευρωπαϊκού Green Deal είναι η αυτάρκεια της ηπείρου σε ορυκτές πρώτες ύλες

Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών έχουν φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη για περισσότερες ορυκτές πρώτες ύλες. Τα συνεχιζόμενα σε πολλές περιπτώσεις περιοριστικά μέτρα λόγω πανδημίας, οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, ο πληθωρισμός και η ακρίβεια έχουν δημιουργήσει ιδιαίτερο προβληματισμό και ανασφάλεια. Οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και η βιωσιμότητά τους σε έναν κόσμο που ελάχιστα θυμίζει αυτόν που γνωρίζαμε μέχρι πριν από μερικά χρόνια, είναι ένα από τα πρώτα ζητήματα που έχουν αναδειχθεί από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, η ανάγκη για εφοδιαστική επάρκεια και αυτονομία της Ευρώπης συνολικά -αλλά και της χώρας μας συγκεκριμένα-γίνεται όλο και πιο επιτακτική.

Έχει γίνει πλέον αντιληπτό πως προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την υλοποίηση του ευρωπαϊκού Green Deal είναι η αυτάρκεια της ηπείρου σε ορυκτές πρώτες ύλες η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί μέσα από την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κοιτασμάτων. Είναι βέβαιο πως για να πετύχει τους κλιματικούς στόχους της η Ε.Ε., απαιτείται εξασφάλιση πρόσβασης σε πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών και εφαρμογών, όπως η παραγωγή και αποθήκευση καθαρής ενέργειας η προώθηση της ηλεκτροκίνησης κ.ά.

Για να γίνουν πράξη, ωστόσο, όλα τα παραπάνω, απαιτούνται μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών και, λόγω του κενού στον εφοδιασμό της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες επιβάλλεται η Ευρώπη να αποκτήσει μια αποτελεσματική στρατηγική για τη διασφάλιση του ομαλού και ανταγωνιστικού εφοδιασμού της εφοδιαστικής της αλυσίδας με αυτές τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μας δίνει ο Δρ. Νικόλαος Αρβανιτίδης, Οικονομικός Γεωλόγος, Συντονιστής ευρωπαϊκών έργων στην Γεωλογική Υπηρεσία Σουηδίας, ο οποίος αναρωτιέται τι έπεται μετά την ψήφιση από την Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέρ της προτεινόμενης de facto απαγόρευσης των συμβατικών βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων κινητήρων από το 2035 για καινούργια επιβατικά και ελαφρά επαγγελματικά αυτοκίνητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Ελλάδα ως γνωστόν διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο με μεγάλο βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η υψηλή ποιότητα και οι πολλές και εξειδικευμένες χρήσεις των ορυκτών που διαθέτει δίνουν σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην οικονομία της ενώ ο εγχώριος εξορυκτικός κλάδος αποτελεί σημαντικό τομέα της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας μας συμβάλλοντας με περισσότερο από 3% στο ΑΕΠ ετησίως με 1,3 δισ. ευρώ εξαγωγές (5% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών) και υποστηρίζοντας πάνω από 100.000 μόνιμες ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Δυστυχώς όμως, ως προς τις περισσότερες ορυκτές πρώτες ύλες λιθίου, κοβαλτίου, γραφίτη και σπανίων γαιών που θα χρειαστούν για αυτή την ενέργεια ως το 2035, η χώρα μας δεν μπορεί να προσφέρει κάτι συγκεκριμένο. Στο νικέλιο, το οποίο επίσης θα έχει μεγαλύτερη ζήτηση, οι προκλήσεις είναι γνωστές και διαπιστωμένες, και η παραγωγική προοπτική διαφαίνεται πιο ελεγχόμενη. Το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα παραμένει φυσικά ο χαλκός, με τα παγκόσμιας κλάσης κοιτάσματα που διαθέτει να παραμένουν αναξιοποίητα. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα δεν παράγεται πρωτογενής χαλκός, – απλώς καταναλώνεται και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό. Επίσης ανακυκλώνεται και μάλιστα πολλές φορές με… παραβατικό τρόπο, αν λάβουμε υπόψιν τις κλοπές που αφορούν καλώδια χαλκού απαραίτητου για τις υποδομές των μέσων μεταφοράς, ηλεκτρικού ρεύματος κλπ. Εντούτοις υπάρχουν ενδιαφέροντα κοιτάσματα χαλκού στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα, το πορφυρικού τύπου κοίτασμα χρυσού –χαλκού στις Σκουριές Χαλκιδικής, το οποίο όπως μας ενημερώνει σε παλαιότερο άρθρο του ο Πέτρος Τζεφέρης, Γενικός Διευθυντής Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, διαθέτει αποθέματα ~ 206 Mt μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα σε μέταλλο Cu: 0,55%.

Με τις τρέχουσες αλλά και τις προβλεπόμενες εξελίξεις τα μεταλλεύματα χαλκού είναι στρατηγικής σημασίας, διαπιστώνει ο Δρ. Αρβανιτίδης και δηλώνει πως θα έπρεπε εδώ και μερικά χρόνια ο “Ελληνικός Χαλκός” να βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας παραγωγικής εκμετάλλευση. Θα προλάβει λοιπόν ένα μέρος της αυξημένης ζήτησης να καλυφθεί με ελληνικό χαλκό; Και βέβαια παραμένει το βασικό ερώτημα: Η Ελλάδα θα χάσει για άλλη μια φορά ένα ακόμη ευνοϊκό για αυτή μομέντουμ;