ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ

 

Από τα τέλη του 2019 όλη η Ευρώπη μιλάει για την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal), η οποία αποτελεί τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ για μια δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία, βασισμένη σε μία σύγχρονη, αποδοτική αλλά και ανταγωνιστική οικονομία, με βασικό στόχο την ανάδειξη της Ευρώπης στην πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο.

Κύριοι άξονες της νέας στρατηγικής είναι η προστασία, η διατήρηση και η ενίσχυση του φυσικού πλούτου της ΕΕ, η προστασία της υγείας και της ευημερίας των πολιτών από τους αυξανόμενους περιβαλλοντικούς κινδύνους και από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, διασφαλίζοντας πως η μετάβαση προς τη νέα τάξη πραγμάτων θα είναι δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς.

Για την επιτυχή υλοποίηση της Πράσινης Συμφωνίας είναι αναγκαίο να επανεξεταστούν οι υφιστάμενες πολιτικές της ΕΕ για το περιβάλλον και την καθαρή ενέργεια σε όλους τους τομείς της οικονομίας (βιομηχανία, υποδομές, μεταφορές, γεωργία, κατασκευές κ.α.), και σε συνεργασία με τα Κράτη Μέλη να ενταθούν οι προσπάθειες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των νέων μέτρων – κατευθύνσεων που περιγράφονται στη νέα στρατηγική, επενδύοντας παράλληλα στον απαραίτητο ψηφιακό μετασχηματισμό αλλά και σε νέα εργαλεία.

Για την Ελλάδα, η έγκαιρη προσχώρηση στο τραίνο του Green Deal αποτελεί μια από τις μεγάλες προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στην μετά Κορωνοϊό εποχή. Παράλληλα με την (ανα)ζητούμενη «επιστροφή στην κανονικότητα», ότι και να αντιπροσωπεύει αυτή η «κανονικότητα», πρέπει άμεσα να ξαναρχίσει η συζήτηση για τις παραγωγικές επενδύσεις, η οποία σταμάτησε απότομα λόγω πανδημίας. Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο πρέπει να βιαστούμε, είναι και η επερχόμενη οικονομική δυσπραγία (ας μη χρησιμοποιήσω τη λέξη κρίση), τουλάχιστον μέχρι και το φθινόπωρο του 2020. Έτσι, η συντεταγμένη και ταχεία ανάκαμψη αποτελεί μονόδρομο για όλες τις χώρες, αλλά πολύ περισσότερο για την Ελλάδα, μια χώρα που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από μια βαθύτατη οικονομική κρίση που κράτησε πολλά χρόνια.

Ένα σημαντικό βήμα πως αυτή την κατεύθυνση θα αποτελέσει και το νέο περιβαλλοντικό νομοσχέδιο όπως λέγεται, το οποίο επί της ουσίας είναι ένα νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η περίοδος της δημόσιας διαβούλευσης έληξε, και αυτή την εβδομάδα έχει προγραμματιστεί η διαδικασία της συζήτησης στην Βουλή. Ελπίζω ο διάλογος να είναι παραγωγικός και να καταλήξουμε με ένα σύγχρονο, αποτελεσματικό και ορθολογικό πλαίσιο περιβαλλοντικής αδειοδότησης στην επενδυτική μας φαρέτρα.

Επενδυτικός Γολγοθάς

Επί σειρά ετών γινόμασταν μάρτυρες μιας αδικαιολόγητης –τις περισσότερες φορές–, καθυστέρησης στην περιβαλλοντική αδειοδότηση διαφόρων έργων, γεγονός το οποίο δεν έχει απαραίτητα άμεση σχέση με την περιβαλλοντική νομοθεσία καθ’ αυτή, αλλά και με την εφαρμογή των διαδικασιών σε διοικητικό επίπεδο. Ποιος δεν θυμάται –αρχές της χιλιετίας– , την άτακτη φυγή των πρώτων επενδυτών που είχαν έρθει στην χώρα για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων, όταν διαπίστωσαν πως η περιβαλλοντική αδειοδότηση μπορούσε να απαιτήσει έως και 2-3 χρόνια(!) ενώ αντίστοιχα στην Ισπανία απαιτούνταν μόλις 1 με 1,5 μήνας.

Μετά το 2011, ο νόμος 4014/21.9.2011 (ΦΕΚ Α΄209) «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος», έκανε τα πράγματα λίγο καλύτερα, θέτοντας βάσεις για την επίσπευση της αδειοδοτικής διαδικασίας. Πολύ μετά, το 2018, η θέσπιση του Ηλεκτρονικού Περιβαλλοντικού Μητρώου (ΗΠΜ), ήταν το πρώτο–και αποφασιστικό– βήμα προς την ψηφιακή εποχή. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, η διοικητική διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης έχει μείνει πίσω. Παραμένει έντονα γραφειοκρατική, δυσκίνητη και αρτηριοσκληρωτική, αναποτελεσματική μπροστά στις ανάγκες μιας σύγχρονης επένδυσης. Και δυστυχώς δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθόμαστε να βλέπουμε τις… επενδύσεις να περνούν…

Επί των τύπων των ήλων

Έτσι, κοιτώντας το σημερινό ισχύον καθεστώς διαπιστώνει κανείς πως αν και πέρασαν αρκετά χρόνια, η περιβαλλοντική αδειοδότηση αποτελεί τον κύριο παράγοντα καθυστέρησης πολλών επενδύσεων. Τα τελευταία χρόνια μόλις το ισχνό 5% των περιβαλλοντικών αδειών εκδόθηκαν εντός του προβλεπόμενου χρονικού ορίου, με μέσο όρο καθυστέρησης τον έναν χρόνο. Φυσικά, υπάρχουν και επενδύσεις που παραμένουν στάσιμες για πολλά χρόνια. Τα ανωτέρω κατέστησαν περισσότερο επιτακτική την αναθεώρηση και τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Και δεν μιλά κανείς για ηπιότερη ή περισσότερο ανεκτική στάση της πολιτείας. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έχει συγκεκριμένο σκοπό. Να διασφαλίζει πως η ανάπτυξη που επιτυγχάνει το έργο είναι βιώσιμη και συνάδει με το νομοθετικό (και ηθικό) πλαίσιο της χώρας και της Ε.Ε. Μια ανάπτυξη με ισότιμο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό προφίλ, προς (εξ)υπηρέτηση τοπικών και εθνικών αναγκών. (Και υπάρχει πληθώρα δικλείδων για αυτή τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιωσιμότητας, μέσω θεσπισμένων ελεγκτικών μηχανισμών και συστήματος ποινών και αποκλεισμών για τους παραβάτες).

Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν μπορούμε να στηριχθούμε εξ’ ολοκλήρου στους εγχώριους επενδυτές και αναγκαστικά αναζητούμε έξωθεν επενδύσεις. Ανάμεσα στα στοιχεία τα οποία καθιστούν ελκυστική μια χώρα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα είναι και η ταχύτητα και η ευκολία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Πρέπει να ομολογήσουμε πως μέχρι σήμερα δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά σε αυτόν τον τομέα.

Καινοτομίες για τη μείωση του χρόνου

Το νέο νομοσχέδιο καινοτομεί με ρυθμίσεις που ευνοούν την ταχεία αδειοδότηση. Προσπαθεί, ανά στάδιο, να επισπεύσει τους επιμέρους χρόνους της αδειοδότησης με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα με την εμπλοκή πιστοποιημένων αξιολογητών των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι θα μπορούν να υποστηρίζουν τις αρμόδιες για την αδειοδότηση αρχές.

Επίσης, προωθείται η σύσταση Μητρώου Περιβαλλοντικών Επιθεωρητών, ένα θέμα το οποίο επανειλημμένως είχε τεθεί προς συζήτηση, ώστε να καλυφθεί το υφιστάμενο κενό στην υλοποίηση των προβλεπόμενων τακτικών περιβαλλοντικών ελέγχων.

Και επιτέλους, σε περίπτωση της παρέλευσης του χρόνου γνωμοδότησης από μια υπηρεσία, προβλέπεται να συγκαλείται το Κεντρικό και τα Περιφερειακά Συμβούλια Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης.

Είναι εμφανής η κατεύθυνση του νομοσχεδίου προς την μείωση της γραφειοκρατίας, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, αλλά και την ανάδειξη της διαφάνειας. Ας ελπίσουμε να εφαρμοστούν και στην πράξη όλες αυτές οι καινοτομίες και να μην συμπεριληφθούν στην χορεία των ανεφάρμοστων άρθρων ενός ακόμη νομοσχεδίου.