«ΠΕΡΙΕΡΓΗ» ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Τα σχόλια του πρωθυπουργού και του προέδρου της Βουλής (του Π. Πολάκη δεν έχουν τόση σημασία, ακριβώς επειδή προέρχονται από αυτόν) μετά την ομόφωνη αθωωτική απόφαση του Εφετείου για την Ηριάννα και τον Περικλή δείχνουν πώς αντιλαμβάνονται τον Θεσμό της Δικαιοσύνης, με την έννοια του ρόλου και της λειτουργίας της, οι Συρανέλ. Χωρίς η συγκεκριμένη επισήμανση να έχει οποιαδήποτε σχέση με την ουσία αυτής της υπόθεσης ή να εκφράζει κριτική διάθεση απέναντι στη σχετική απόφαση του δικαστηρίου. Από την άλλη πλευρά, όμως, επιβεβαιώνεται άλλη μία φορά ότι οι Αλ. Τσίπρας, Ν. Βούτσης, Π. Καμμένος και οι υπόλοιποι της σημερινής συγκυβέρνησης αντιμετωπίζουν τη δικαστική εξουσία με κριτήρια απολύτως πολιτικά και ακόμη περισσότερο, κομματικά. Με την έννοια ότι στην πραγματικότητα δυσκολεύονται πολύ να δεχθούν την ανεξαρτησία της, επιθυμούν διακαώς τη χειραγώγησή της και το αποδεικνύουν με κάθε ευκαιρία.

Τα σχόλια Τσίπρα και Βούτση για την υπόθεση της Ηριάννας και του Περικλή είναι ίσως n πιο αθώα περίπτωση, αν και κανονικά δεν έχουν κανένα λόγο δύο κορυφαίοι παράγοντες του πολιτεύματος να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα με τέτοια θέρμη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έκαναν για να διαβεβαιώσουν το αριστερό ακροατήριο, που αμφισβητεί πλέον την αριστεροσύνη τους, ότι παραμένουν… αριστεροί. Αυτό τους απασχολεί ιδιαίτερα τελευταία και όσο πλησιάζουν οι εκλογές, καθώς πολλές από τις αποφάσεις, συμπεριφορές και σχέσεις (με τους ΑΝΕΛ, π.χ.) οδηγούν σε… δεξιά συμπεράσματα. Ο πρωθυπουργός πάντως έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι διατηρεί το δικαίωμα άσκησης κριτικής και έκφρασης δυσαρέσκειας για δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες διαφωνεί, άρα και ευαρέσκειας εφόσον συμφωνεί. Άλλο βέβαια να κρίνουν οι πολίτες και άλλο η εκτελεστική εξουσία να διεκδικεί συνεχώς μία σχέση υπακοής και χειραγώγησης της δικαστικής εξουσίας προς αυτήν, όπως έχει εξασφαλίσει α Ερντογάν και επιθυμεί ο Τραμπ.

Η «περίεργη» αντίληψη των Συρανέλ περί της διάκρισης των εξουσιών, που αποτελεί βασικό πυλώνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν προκύπτει μόνο από δηλώσεις αξιωματούχων της κυβέρνησης. Προκύπτει και από συμπεριφορές σε ποικίλα θέματα, όπως η αντιπαράθεση με το ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες, n υπόσχεση του πρωθυπουργού προς τον Ερντογάν την επικαλείται ο Τούρκος πρόεδρος χωρίς να τη διαψεύδει κατηγορηματικό το Μαξίμου για την άμεση παράδοση των οκτώ αξιωματικών, ασχέτως αν δεν υλοποιήθηκε, η χρησιμοποίηση της Δικαιοσύνης στην υπόθεση Novartis για να σπιλωθούν πολιτικοί αντίπαλοι, η έμμεση αλλά σαφής απειλή προς Μητσοτάκη ότι θα τον μπλέξουν με τη Δικαιοσύνη, η πίεση του Π. Καμμένου με τη βοήθεια του Ν. Βούτση (αυτός ειδικά θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός) να επέμ βει εισαγγελέας στην απόπειρα εισβολής στο γραφείο του Κ. Κατσίκη, πριν αποδειχθεί ότι επρόκειτο για… Ρουβίκωνες.

Αντίθετα, δεν εκδηλώθηκε ευαισθησία, αφού ο πρωθυπουργός έχει αυτοανακηρυχθεί υπερασπιστής του κοινού περί δικαίου αισθήματος, για την απαράδεκτη διαιώνιση της δίκης των μελών της Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του Π. Φύσσα, τον ανελέητο κατατρεγμό του Ανδρ. Γεωργίου, τη συχνή δικαστική επιείκεια απέναντι σε «μπαχαλάκηδες» των λεγόμενων συλλογικοτήτων, ή την αθώωση του Π. Καμμένου για την προτροπή «λιντσαρίσματος» του Πάχτα. Αναμφίβολα, λοιπόν, n αντίληψη της κυβέρνησης Συρανέλ περί Δικαιοσύνης και δικαστικής εξουσίας ουδεμία σχέση έχει και με προσχήματα περί αντικειμενικότητας ή εφαρμογής των νόμων. Είναι πολλά τα τρωτά στη λειτουργία της Δικαιοσύνης με ευθύνη των λειτουργών της, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι οι Συρανέλ τη βλέπουν σαν «εργαλείο» προς κομματική χρησιμοποίηση.

[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, του Άγγελου Στάγκου, 01/07/2018]