ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ “ΕΓΓΥΗΤΗ” ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Το τρίτο πρόγραμμα στήριξης ως εγγυητής για τη “βιωσιμότητα” της ελληνικής οικονομίας (χρέος) λήγει στις 20 Αυγούστου.

Και ο επόμενος “εγγυητής” δεν έχει ακόμα βρεθεί…

Στους Δελφούς οι κοινοτικοί αξιωματούχοι που -σε πρωτοφανή έκταση-παραβρέθηκαν και μίλησαν άφησαν να διαφανεί ότι δεν υπάρχει ακόμα -και ούτε θα υπάρξει- πρόθυμος “εγγυητής” για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές.

Οι λόγοι, όπως έγινε σαφές είναι δύο.

Ο πρώτος είναι ότι κανείς στην Ευρωζώνη πολιτικά και οικονομικά δεν είναι διατεθειμένος να προσθέσει “εθνικές” υποχρεώσεις στον εαυτό του, σε μία έντονα προεκλογική περίοδο ενόψει των ευρωεκλογών του 2019. Πολύ περισσότερο μάλιστα που τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών -όπως άλλωστε αναμενόταν- οδηγούν σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα το ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια “κανείς δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει με δικό του πολιτικό και οικονομικό κόστος” να εξασφαλισθεί η επόμενη ημέρα για την Ελλάδα…

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία, αυτός ο “σπασμένος κρίκος” στην αλυσίδα της Ευρωζώνης, δεν θεωρείται ότι έχει αποκατασταθεί. Το βάρος της ευθύνης για την συνέχεια σύμφωνα τόσο με τον κ. Κοστέλο, όσο και με το πιο ελεύθερο πλέον να εκφράζεται κ. Βίζερ (τέως επικεφαλής του EWG), δεν μπορεί παρά να πέσει στην Ελλάδα. Εξ ού και η ασφυκτική πίεση για την ανάληψη από την πλευρά της κυβέρνησης της ευθύνης (της “ιδιοκτησίας”) του προγράμματος με το οποίο θα δεσμευθεί να κινηθεί η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.

Βασικό στοιχείο αυτού του μοντέλου, όπως εξήγησε σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις που είχε στους Δελφούς ο κ. Βίζερ, είναι η διασφάλιση ότι η χώρα θα συνεχίσει να κινείται με ασφυκτικά πειθαρχημένα δημόσια οικονομικά και αυτό θα πρέπει να εξασφαλισθεί με την επίτευξη των δεσμεύσεων για τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ) μεσοπρόθεσμα.

Πρόκειται για ένα επιπλέον ρεκόρ δημοσιονομικής προσαρμογής το οποίο καλείται να πετύχει η εγχώρια οικονομία, πρωτοφανές για τα χρονικά μίας χώρας με απώλεια του 25% του ΑΕΠ μέσα σε επτά χρόνια, όπως φέρεται να παραδέχθηκε σε συνομιλητές του.  

Στόχος αυτής της πίεσης είναι ο δραστικός περιορισμός εξωτερικού δανεισμού στο ίδιο διάστημα.

Το πλαφόν του εξωτερικού δανεισμού είναι και θα παραμείνει εξαιρετικά μικρό μέχρι να αρχίσει να αποκλιμακώνεται το χρέος.

Με άλλα λόγια, όπως διευκρινίζεται από συνομιλητές των κοινοτικών αξιωματούχων στους Δελφούς, ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ελλάδα να αντικαταστήσει τον “εγγυητή” του τρίτου προγράμματος, είναι να περιορίσει στο ελάχιστο την ανάγκη εγγυητή, ελαχιστοποιώντας τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα την απομείωσή του (με ιδιωτικοποιήσεις και αύξηση του ΑΕΠ).

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γεν. Γραμ του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κ. Κουτεντάκης παρουσίασε μία εικόνα σύμφωνα με την οποία η εξυπηρέτηση του χρέους για τα επόμενα δύο χρόνια είναι ήδη διασφαλισμένη από το άθροισμα των πρωτογενών πλεονασμάτων και των προβλεπόμενων εκταμιεύσεων από τον ESM. Σε μία εκτός πάνελ συζήτηση μάλιστα, όπως αναφέρθηκε από αρμόδιο κυβερνητικό στέλεχος “ήδη έχουμε στην άκρη περί τα 10 δισ. ευρώ…” χωρίς όμως να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις.

Οι βοήθειες από την Ευρωζώνη όπως όλοι παραδέχθηκαν θα είναι σχετικά περιορισμένες.

Το πακέτο θα περιλαμβάνει μία περαιτέρω επιμήκυνση του δανείου από το δεύτερο πρόγραμμα (δάνειο EFSF) κατά δεκαπέντε έτη, επιστροφή με ρήτρες εφαρμογής του προγράμματος των “κερδών” από τις κεντρικές τράπεζες (Anfas και Smps) και συγκέντρωση ενός αποθεματικού 18 – 20 δισ. ευρώ που θα παραμένει διαθέσιμο για κάθε ανάγκη που θα αφορά το χρέος μεσοπρόθεσμα.

Στο σημείο αυτό τέθηκε σε κάποια συζήτηση το ερώτημα γιατί η Ελλάδα δεν επιδιώκει την καθ’ ολοκληρία εκταμίευση του τρίτου δανείου από τον ESM, καθώς κάτι τέτοιο θα της επέτρεπε να έχει ένα μεγάλο εγγυητικό απόθεμα με επιτοκιακό κόστος 0,6% (!), που αποκλείεται να εξασφαλίσει τα επόμενα χρόνια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες με άλλο τρόπο. Απάντηση δεν υπήρξε.   

Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι τόσο στα επίσημα πάνελ όσο και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις που έγιναν στους Δελφούς υπήρξε έντονη η ανησυχία για το πως και πόσο θα επηρεάσει την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα το διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

Η προοπτική της αύξησης του κόστους του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες τα επόμενα χρόνια και η διαφαινόμενη νομισματική αναταραχή αλλάζουν άρδην τις συνθήκες δανεισμού, ιδιαίτερα μάλιστα αν η ΕΚΤ υλοποιήσει την απόφασή της να βάλει τέλος στην νομισματική πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που ακολουθούσε μέχρι σήμερα.

Πώς θα αντιδράσουν τότε οι αγορές απέναντι στην Ελλάδα; Τι θα μπορεί τότε να εγγυηθεί την σχέσης της με τις αγορές και την έστω και μικρή αναχρηματοδότηση του χρέους της;

Τα ερωτήματα τέθηκαν στους Δελφούς. Αλλά δεν απαντήθηκαν.

Ορισμένοι ομιλητές επισήμαναν ότι αυτό το κλίμα αβεβαιότητας είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε αναβολή των αποφάσεων του ΔΝΤ στην Εαρινή Σύνοδο του Απριλίου. Υποστηρίχθηκε μάλιστα ότι δεν αναμένεται ότι θα υπάρξουν αποφάσεις ή έστω κάποιες ενδείξεις για τις προθέσεις του πριν από τον Ιούνιο, όταν και αναμένεται να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες στην Ευρωζώνη για την μετά το τρίτο πρόγραμμα περίοδο στην Ελλάδα.  

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr, του Γ. Αγγέλη, 5/3/2018]