Το Κυπριακό, εκτός από εθνικό πρόβλημα, έχει γίνει και έκφραση του συρμού στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα: «ένα πρόβλημα θα λύσουμε, δεν θα λύσουμε το Κυπριακό», δηλαδή ένα άλυτο θέμα. Πράγματι το πιο σημαντικό εθνικό μας θέμα, έχει φτάσει πολλές φορές κοντά σε λύση, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει λυθεί. Γιατί στο Κυπριακό, μια οποιαδήποτε λύση δεν είναι αποδεκτή, είτε από την ελληνική, είτε από την τουρκική πλευρά.
Κλασική περίπτωση, το περίφημο «σχέδιο Ανάν». Προετοιμάστηκε μεθοδικά κι υπήρξε αντικείμενο συμφωνίας ευρύτερων κύκλων στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο. Αν δεν ήταν ο «απροσάρμοστος» Τάσσος Παπαδόπουλος και η σθεναρή στάση της κυβέρνησης Καραμανλή στην Αθήνα, ίσως το σχέδιο Ανάν να είχε εγκριθεί από την ελληνοκυπριακή πλευρά και να είχε εφαρμοστεί.
Το κεντρικό διακύβευμα στο Κυπριακό πρόβλημα, είναι τι είδους λύση μπορεί να γίνει αποδεκτή τόσο από την ελληνική, όσο κι από την τουρκική πλευρά. Εδώ και πολύ καιρό, η τρίτη εγγυήτρια δύναμη, η Βρετανία, έχει πάψει να θέτει τα δικά της, ξεχωριστά κριτήρια για την επίλυση του προβλήματος και λειτουργεί υποβοηθητικά, ως δύναμη που θέλει να συμβάλλει στην επίλυση, χωρίς ιδιαίτερα προαπαιτούμενα.
Για την ελληνική πλευρά, κομβικό σημείο είναι η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό σημαίνει ότι σε μια λύση θα ισχύσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το Διεθνές Δίκαιο και όλα τα πλεονεκτήματα ενός κράτους- μέλους της Ενωμένης Ευρώπης, κυρίως τις ευρωπαϊκές Αρχές κι Αξίες.
Αντίθετα η τουρκική πλευρά, έχει συνειδητοποιήσει ότι η εξάρτηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την Άγκυρα της παρέχει σχετική ασφάλεια (παρόντων και των τουρκικών στρατευμάτων) και στρατηγικά ενισχύει τη διαπραγματευτική της θέση. Η τουρκική πλευρά δεν είναι πρόθυμη να «παραδοθεί» σε ένα περιβάλλον ευρωπαϊκό, που όμως απέχει πολύ από την απόλυτη προστασία που της παρέχει η Τουρκία.
Το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν μπορεί να συμβαδίσει με στρατεύματα κατοχής, ούτε με λογικές εξωευρωπαϊκών «εγγυήσεων» που κάνουν την Κυπριακή Δημοκρατία έρμαιο άλλων χωρών, αντί να την παραδέχονται ως αυτόνομο κράτος- μέλος της Ευρώπης. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να συμβαδίσει με αντιλήψεις περί «επεμβατικών δικαιωμάτων» όπως επιχειρεί να κατοχυρώσει η Τουρκία.
Η συμμετοχή της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη χωρίς να λυθεί το Κυπριακό θεωρήθηκε –και ήταν!- μείζων διπλωματική επιτυχία τόσο της Αθήνας, όσο και της Λευκωσίας. Έχει βοηθήσει, δε την Κύπρο σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, αν οι αντιλήψεις των δυο πλευρών –Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων- για το ποια Κύπρο θέλουν, δεν συμπίπτουν, ή τουλάχιστον δεν μπορούν να συνυπάρξουν, τότε καμία διπλωματική επιτυχία και καμία συμμετοχή σε ασφαλές περιβάλλον, δεν είναι αρκετές για να λύσουν το Κυπριακό.
Κι όμως, οι ως τώρα συνομιλίες έδειξαν ότι μπορεί να υπάρξει κοινός τόπος. Εκατέρωθεν υποχωρήσεις έναντι των αρχικών θέσεων των δυο πλευρών, έφεραν κοντά τη συμφωνία. Οι Ελληνοκύπριοι κι οι Τουρκοκύπριοι θέλουν να συνυπάρξουν, ενωμένοι, ενιαίοι ως κρατική οντότητα, Ευρωπαίοι…
Δεν είναι οι διαφορετικές, ασύμβατες προσεγγίσεις που εμποδίζουν την επίλυση του Κυπριακού. Είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ Άγκυρας κι Αθήνας (εμείς λέμε κυρίως της Άγκυρας, εκείνοι λένε κυρίως της Αθήνας) που εμποδίζει την ευτυχή κατάληξη των συνομιλιών.
Αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα για την Κύπρο και τους πολίτες της: Αν η διαχρονική επιθυμία τους να συνυπάρξουν ως ενιαία κρατική οντότητα, θα υπερισχύσει του ελλείμματος εμπιστοσύνης, που αποτελεί ως τώρα σταθερά του Κυπριακού. Την Πέμπτη, όταν δούμε τα πρόσωπα που θα συμμετάσχουν στην πολυμερή διάσκεψη για το μέλλον της Μεγαλονήσου, θα καταλάβουμε ποιο κριτήριο έχει το «πάνω χέρι».-
[ΠΗΓΗ: http://www.politically.gr/, του Μάριου Πομερσί, 10/1/2017]