«Εκείνο που προφανώς δεν αντιλαμβάνονται οι ιδεοληπτικοί του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης είναι ότι η αστυνομία στα δημοκρατικά καθεστώτα δεν αποτελεί αντιδημοκρατικό μηχανισμό καταπίεσης».
Η πρώτη που θα έπρεπε να αντιδράσει για τον ανελέητο ξυλοδαρμό του διοικητή της Τροχαίας στο κέντρο της Αθήνας θα έπρεπε να είναι η κυβέρνηση και δεν το έκανε. Κανείς από τους υπουργούς της δεν ευαισθητοποιήθηκε, ούτε ο καθ’ ύλην αρμόδιος ούτε βέβαια η κυβερνητική εκπρόσωπος που ζει προσωπικά ημέρες δόξας, και η χλιαρή σχετική ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν σώζει τα προσχήματα. Είναι πασιφανές ότι την έβγαλε με το ζόρι για να μην κατηγορηθεί από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και εξαιτίας της αναστάτωσης που προκάλεσε το γεγονός στους αστυνομικούς. Όχι γιατί επρόκειτο για καταδικαστέα πράξη. Άλλωστε είναι γνωστή η ανομολόγητη συμπάθεια που τρέφουν κύκλοι του κυβερνητικού κόμματος προς τους λεγόμενους αναρχοαυτόνομους, αντιεξουσιαστές,«αλληλέγγυους» ή όπως αλλιώς αποκαλούνται οι διάφορες ομάδες των ταραξιών που στρέφονται με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία κατά των νόμων και της τάξης στην Ελλάδα.
Θα ήταν μεγάλο λάθος να περάσει και να ξεχαστεί ο συγκεκριμένος ξυλοδαρμός σαν ένα απλό επεισόδιο μιας χρόνιας βεντέτας μεταξύ των αναρχοαυτόνομων και της αστυνομίας. Αποτελεί ευθεία πρόκληση προς το κράτος και την κοινωνία -ακόμη και την απαθή ελληνική κοινωνία- και ταυτόχρονα κορύφωση μιας ατελείωτης σειράς εκδηλώσεων ασυδοσίας που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα τα τελευταία αρκετά χρόνια. Από τα γκράφιτι και την αλλοίωση με μουντζούρες και αυτοκόλλητα των πινακίδων πάσης φύσεως στους δρόμους έως τις «ανταρσίες» της Κερατέας και των Σκουριών, τις καταστροφές των μηχανημάτων ακύρωσης εισιτηρίων στο μετρό, τους εμπρησμούς τρόλεϊ και λεωφορείων, τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων, τις καταλήψεις κτιρίων, τη μετατροπή πανεπιστημιακών χώρων σε άντρα ανομίας.
Όλα αυτά τα έχει ανεχθεί η πολιτεία και είναι πολλές οι περιπτώσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφερε τη θαλπωρή του στους δράστες, είτε όταν ήταν στην αντιπολίτευση είτε κατά τη διάρκεια της θητείας του στην κυβέρνηση. Θα μπορούσε να πει κάποιος με μεγάλη δόση χαιρεκακίας ότι τώρα «τα λούζεται», αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα «τα λούζεται» ολόκληρη η ελληνική κοινωνία και ακόμη δεν έχει δει ολόκληρο «το έργο», αν δεν υπάρξει η πολιτική βούληση να διακοπεί η προβολή του. Όταν ξυλοκοπείται σε κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας αστυνομικός διοικητής και δεν ανοίγει μύτη, παρά μόνο η δική του, σημαίνει ότι κανείς πολίτης δεν μπορεί να αισθάνεται ασφάλεια. Την ασφάλεια που είναι υποχρεωμένοι κράτος και κυβέρνηση να παρέχουν προς τους πολίτες και γι’ αυτό υπάρχει η αστυνομία στις δημοκρατίες. Ή όχι;
Εκείνο λοιπόν που προφανώς δεν αντιλαμβάνονται οι ιδεοληπτικοί του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησή είναι ότι η αστυνομία στα δημοκρατικά καθεστώτα δεν αποτελεί αντιδημοκρατικό μηχανισμό καταπίεσης. Υπάρχει για να εξασφαλίζει την τήρηση κανόνων και νόμων που είναι απαραίτητοι για την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία. Είναι όμως και ένας μηχανισμός ιδιαίτερος που η εκάστοτε πολιτική εξουσία πρέπει να φροντίζει να τον κρατά υπό τον έλεγχό της και ταυτόχρονα να μην επιτρέπει τον εξευτελισμό του. Είναι ήδη γνωστό ότι ένα σημαντικό ποσοστό αστυνομικών οργάνων βλέπει με συμπάθεια τη Χρυσή Αυγή και περιστατικά όπως ο ξυλοδαρμός του διοικητή της Τροχαίας θα συμβάλουν προς την ίδια κατεύθυνση, αν δεν πεισθούν πολίτες και αστυνόμοι ότι η πολιτική εξουσία είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει τους νόμους και να επαναφέρει την τάξη. Άγνωστο πόσοι από τους κυβερνώντες έχουν ποτέ διαβάσει για το πως έφτασαν στην εξουσία ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ. Ασφαλώς η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, αλλά όποιος ασχοληθεί λίγο με την Ιστορία θα διαπιστώσει ότι όταν δεν αντιμετωπίζονται άμεσα καταστάσεις ασυδοσίας, οι ακραίοι αποθρασύνονται.
[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, του Άγγελου Στάγκου, 1/9/2016]