ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ

Για την εξόρυξη του μεταλλεύματος στην αρχαιότητα, εκτός από τις στοές με τις επιφανειακές εισόδους, ανοίγονταν και άλλες βαθιά μέσα στα μεταλλευτικά φρέατα ύψους 0,60 μ. έως 1 μ. και παράλληλες με τις φλέβες του μεταλλεύματος. Για τη διάνοιξη των στοών, τον εντοπισμό του μεταλλοφόρου κοιτάσματος με "κεκλιμένες" στοές και την εκμετάλλευση από κάτω προς τα άνω ακολουθούνταν οι διαδικασίες που εφαρμόζονται και σήμερα. Διαφορά μεταξύ των αρχαίων και των σύγχρονων μεθόδων αποτελεί το γεγονός ότι οι στοές ακολουθούσαν πάντοτε τις μεταλλοφόρες φλέβες, γιατί τα τότε μέσα εξόρυξης και μεταφοράς δεν επέτρεπαν τη διάνοιξη μεγάλων και ευθύγραμμων στοών ούτε και οι συνθήκες εργασίας των δούλων ενδιέφερε να είναι καλές.

Η εκμετάλλευση πρωτογενών κοιτασμάτων υδροθερμικής προέλευσης (χαλαζιακές φλέβες κ.α.) που περιείχαν χρυσό αυτοφυή ή σε μείγματα διαφόρων θειούχων ορυκτών με σιδηροπυρίτη, αρσενοπυρίτη, αντιμονίτη, γαληνίτη, τετραεδρίτη κ.α. γινόταν από τους αρχαίους με φρέατα και στοές. Στα ορεινά εδάφη, όπως στη Χαλκιδική, τα φρέατα έφθαναν σε βάθος 200 m και πλέον όπως φαίνεται και σήμερα από τα λείψανα πολλών φρεάτων και εκβολάδων.

Τα εργαλεία, που χρησιμοποιούνταν για την εξόρυξη του μεταλλεύματος ήταν η κοινή αξίνα (είδος κασμά), το σφυρί ("τυπίς") και το καλέμι ("ξοΐς"). Όλα ήταν ατσαλένια (χαλύβδινα). Το σφυρί ήταν 2,5 κιλά βαρύ, η μία του άκρη ήταν επίπεδη, η άλλη μυτερή με τετραεδρική αιχμή. Το καλέμι ήταν μακρύ 0,20m-0,35m και κατέληγε και αυτό σε τετραεδρική αιχμή. Αξίνα και σφυρί ήταν εφοδιασμένα με στειλιάρια (ξύλινα στελέχη) μήκους 0,40m η πρώτη και 0,20m-0,30m το δεύτερο. Με το άνοιγμα φρεάτων και στοών αναζητούνταν το μετάλλευμα. Μετά τον εντοπισμό του δοκιμαστικά φρέατα και πλάγιες στοές ανοίγονταν για την εξακρίβωση των διαστάσεών του. Στην συνέχεια, άρχιζε η εξόρυξη του μεταλλεύματος συνηθέστερα μέσα από τα πηγάδια. Ο μεταλλευτής με το σφυρί και το καλέμι αποσπούσε από το μετάλλευμα μικρά κομμάτια, που μεταφέρονταν μέσα σε δερμάτινους ή πλεκτούς με σπάρτο σάκους ("πήραι" ή "θύλακοι") από τους μεταφορείς δούλους ("θυλακοφόρα ανδράποδα") στους τόπους της παραπέρα επεξεργασίας τους. Το μετάλλευμα μεταφέρονταν στην επιφάνεια με ανέλκυση.

Το μεγαλύτερο τμήμα της εξορυκτικής εργασίας γινόταν στις στοές (σήραγγες), που ήταν ελικοειδείς παρακολουθώντας τη φλέβα του μεταλλεύματος. Η εξόρυξη, γινόταν κάτω από το φως πήλινων ελαιολύχνων, τοποθετημένων σε ειδικά κοιλώματα. Οι λύχνοι κρατούσαν 10 ώρες, όση δηλαδή ήταν και η διάρκεια εργασίας κάθε ομάδας στα ορυχεία. Οι μεταλλωρύχοι δούλοι ("διορύττοντα ανδράποδα") λόγω του μικρού ύψους των στοών εργάζονταν ξαπλωμένοι πλάγια ή ανάσκελα και πολύ σκληρά για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των εργοδοτών και να αποφεύγουν τις τιμωρίες.

Στην ευρύτερη περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής, και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή μεταξύ Ολυμπιάδας, Στανού, Μ. Παναγίας και Ιερισσού (έκτασης 200 km2), που αποτελεί την ευρύτερη περιοχή των Μεταλλευτικών Εγκαταστάσεων της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., απαντάται πληθώρα παλαιών μεταλλευτικών έργων (φρέατα, στοές). Στην ίδια περιοχή, απαντώνται επίσης υπολείμματα εκκαμινεύσεων (σωροί σκωριών) που προέρχονται από την αξιοποίηση των χρυσοφόρων μαγγανιούχων και μικτών θειούχων αργυρούχων χρυσοφόρων μεταλλευμάτων της περιοχής. Με βάση τις ιστορικές πηγές και τα αποτελέσματα άμεσων ή έμμεσων αναλύσεων και προσδιορισμών που έχουν γίνει στις παραπάνω σκωρίες, η έναρξη της δραστηριότητας εντοπίζεται στις αρχές της κλασσικής αρχαιότητας (Sagui C., 1928). Από την εύρεση σε αρχαίες εκμεταλλεύσεις νομισμάτων με την κεφαλή του Φιλίππου Β’ ή του Μ. Αλεξάνδρου, συμπεραίνεται ότι τα μεταλλεία ήταν ενεργά την εποχή εκείνη.

Η μακραίωνη μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή των Μεταλλευτικών Εγκαταστάσεων Στρατωνίου αποδεικνύεται από το πλήθος των παλαιών μεταλλευτικών έργων και από τους σωρούς σκωρίας, που απαντώνται στις κλιτύες του Στρατονικού Όρους. Οι σημαντικότερες θέσεις απόθεσης αρχαίων σκωριών έχουν εντοπισθεί αμέσως Ανατολικά της Στρατονίκης, καταλαμβάνοντας έκταση περίπου 80 στρεμμάτων.

Τα παλιά μεταλλευτικά έργα στην περιοχή απαντώνται μέσα στα μάρμαρα, και κυρίως στην επαφή τους με γνεύσιο, και παρακολουθούν τις πηγματιτικές και απλιτικές διεισδύσεις. Ανάλογα με τη φύση της μεταλλοφορίας, τα μεταλλευτικά έργα ήταν φρέατα ή στοές. Τα φρέατα ορύσσονταν σε θέσεις όπου αναμενόταν διασταύρωση μεταλλοφόρων φλεβών όπου, ως γνωστόν, βρίσκονται τα πλουσιότερα τμήματα της μεταλλοφορίας. Η απόληψη του μεταλλεύματος γινόταν με στοές που ακολουθούσαν την μεταλλοφορία. Η μεταλλευτική δραστηριότητα συνεχίσθηκε μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Η κατάκτηση όμως από τους Ρωμαίους των πλούσιων ορυχείων χρυσού και αργύρου της Ισπανίας είχε ως αποτέλεσμα να περιέλθουν σε μαρασμό τα μεταλλεία της ΒΑ Χαλκιδικής.

Η εκμετάλλευση των μεταλλείων επαναδραστηριοποιήθηκε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Μεταλλευτικό κέντρο της περιοχής την περίοδο αυτή ήταν τα Σιδηροκαύσια (κοινώς Σιδερόκαψα), όπως ονομαζόταν η περιοχή βόρεια από τον Ίσβορο (Στρατονίκη). Το τοπωνύμιο Σιδηροκαύσια απαντάται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα. Με την Τουρκική κυριαρχία στις αρχές του 15ου αιώνα, αρχίζει νέα περίοδος ακμής για τα μεταλλεία της περιοχής. Αντικείμενο της εκμετάλλευσης ήταν ο άργυρος και ο μόλυβδος. Για την κατεργασία του εξορυσσόμενου μεταλλεύματος λειτουργούσαν στην περιοχή 500 - 600 καμίνια. Από φιρμάνι του 1475, είναι γνωστό ότι οι μεταλλωρύχοι των Σιδηροκαυσίων έπρεπε να παραδίδουν ως φόρο στον Σουλτάνο το 1 στα 12 δράμια αργύρου της παραγωγής τους.

Από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, τα μεταλλεία της περιοχής γνωρίζουν εναλλασσόμενες περιόδους κρίσης και άνθισης. Με βάση πληροφορίες από φιρμάνι του 1775, τα μεταλλεία της περιοχής τα εκμεταλλεύονταν οι κάτοικοι των Μαντεμοχωρίων. Έτσι ονομάζονταν τα δώδεκα (12) κεφαλοχώρια (κώμες) της περιοχής με τους πολυάριθμους οικισμούς τους γύρω από αυτά (αναφέρονται 360). Τα χωριά αυτά, «ελευθεροχώρια» ή «σιδηροχώρια», υπάγονταν απ' ευθείας στον Σουλτάνο και έχαιραν του δικαιώματος της αυτοδιαχείρισης, όπως τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας, με υποχρέωση να παραδίδουν ως φόρο 550 λίβρες αργύρου το χρόνο. Για τον σκοπό αυτό είχαν συστήσει Μεταλλευτικό Συνεταιρισμό, στη γενική διοίκηση του οποίου μετείχαν μόνο οι εκπρόσωποι των δώδεκα (12) μεγάλων χωριών. Μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1822, τα Μαντεμοχώρια έχασαν την αυτονομία τους. Ο Μεταλλευτικός Συνεταιρισμός διαλύθηκε, και κάτω από συνεχώς επιδεινούμενες συνθήκες, σύντομα τα μεταλλεία της περιοχής διέκοψαν τη λειτουργία τους.

Η μεταλλευτική δραστηριότητα ξανάρχισε στην ευρύτερη περιοχή των Μεταλλευτικών Εγκαταστάσεων Στρατωνίου την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα (19ου). Τότε, με έκδοση Φιρμανιών του Οθωμανικού Κράτους, παραχωρήθηκε η εκμετάλλευση των μεταλλείων της περιοχής σε ιδιώτες, από τους οποίους οι σημαντικότεροι ήταν ο Ερρίκος Μισραχή και ο Νικ. Ψυχάρης, που κατείχαν το 70% και 20% αντίστοιχα της συνολικής έκτασης των τότε γνωστών μεταλλευτικών παραχωρήσεων. Οι τελευταίοι, το 1893 με έγκριση του Οθωμανικού Υπουργείου Μεταλλείων και Δασών, μεταβίβασαν τα δικαιώματά τους στην “Γαλλο-Οθωμανική Α.Ε. Μεταλλείων Κασσάνδρας”, που δραστηριοποιήθηκε στην παραγωγή μαγγανιούχου μεταλλεύματος. Συνολικά, 800.000t μεταλλεύματος περιεκτικότητας 30 - 40% Mn παρήχθησαν μέχρι το 1908, οπότε η εταιρεία διέκοψε τη λειτουργία της λόγω του ανταγωνισμού από τα μαγγανιούχα μεταλλεύματα της Μαύρης Θάλασσας.

Γνωστά μεταλλευτικά έργα της περιόδου αυτής στην περιοχή των Μαύρων Πετρών είναι οι στοές Σπατόνι (+491m), Ευγενίδη (+459m), Φερναντέζ (+491m), Σερπιέρι (+470m) και Μπον Εσπεράνς- κοινώς Σπεράντζα (+360 m) και το φρέαρ Φερνάντ (+440). Θα πρέπει εν προκειμένω να σημειωθεί ότι η σχεδόν παντελής έλλειψη μορφών ενέργειας και τα οπωσδήποτε περιορισμένα μέσα των μεταλλωρύχων της ως άνω περιόδου δεν επέτρεψαν τη δημιουργία υπόγειων εκσκαφών μεγάλου όγκου και δη σε αξιόλογα βάθη.

LINKS ΓΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ