Tag Archives: μεταλλευτικες επιχειρησεις

«ΘΕΣΜΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΟΡΥΞΕΙΣ»

Τι επισημαίνουν οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις

Μικτή ήταν η εικόνα που εμφάνισε ο εξορυκτικός κλάδος το 2018, ειδικά σε ό,τι αφορά τις τιμές των μετάλλων διεθνώς, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων. Ειδικότερα, όπως σημείωσε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Αντώνης Κεφάλας, στο πλαίσιο του ετήσιου απολογισμού για την πορεία του κλάδου, υπήρξαν τομείς που ξεχώρισαν και ενίσχυσαν τον κλάδο. Αναλυτικά, αύξηση σημείωσε η παραγωγή λιγνίτη και καλές ήταν αποδόσεις του ελληνικού μαρμάρου (με το 50% των εξαγωγών του να κατευθύνεται στην Κίνα), των βιομηχανικών ορυκτών, καθώς και τελευταία των αδρανών υλικών.

Ωστόσο, πλήθος εκκρεμοτήτων της πολιτείας σε βασικά θέματα του κλάδου αποτελούν εμπόδιο στην περαιτέρω αναπτυξιακή του πορεία, όπως τονίζουν στη «Ν» στελέχη του χώρου. Στα ανοιχτά ζητήματα που απασχολούν τον κλάδο το 2019 περιλαμβάνονται το ειδικό χωροταξικό για τις ορυκτές πρώτες ύλες, η τακτοποίηση του θέματος αιγιαλού και παραλίας, η απλοποίηση για την αδειοδότηση περιβαλλοντικών μελετών ιδιαίτερα όταν αφορούν συνοδευτικά έργα εγκαταστάσεων, η τροποποίηση υπουργικής απόφασης που αφορά τη λειτουργία ιδιωτικών πρατηρίων καυσίμων στα εξορυκτικά εργοτάξια. Επίσης, στο τραπέζι των εκκρεμοτήτων υπάρχει και το θέμα της τροποποίησης του λατομικού νόμου 4512/2018 σε σχέση με τις εγγυητικές επιστολές περί αποκατάστασης για όλες τις εξορυκτικές εταιρείες. Η ψήφιση του 4512/2018 ήταν σημαντική εξέλιξη στο ρυθμιστικό περιβάλλον του κλάδου για το 2018, όμως πάνω από δέκα μήνες μετά την ψήφισή του συνεχίζει να εξειδικεύεται και να συμπληρώνεται, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην αποτελεσματική εφαρμογή του. Επίσης ζητείται ενίσχυση ελεγκτικών και εγκριτικών υπηρεσιών με Ανεξάρτητες Επιθεωρήσεις Μεταλλείων, αναβάθμιση όλων των τμημάτων και σχολών γεωεπιστημών, πληροφορικής και επαγγελματική κατάρτισης, άρση των εμποδίων στην πρόσβαση των κοιτασμάτων Ορυκτών Πρώτων Υλών, προαγωγή ομογενοποίησης προτύπων λειτουργίας όλων των εξορυκτικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης.

Να σημειωθεί ότι οι εξαγωγές του κλάδου υπερβαίνουν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ και κατευθύνονται σε πλειάδα χωρών, με κύριες τις Ιταλία, Γερμανία και ΗΠΑ, στις οποίες οι εξαγωγές ανέρχονται σε 180 εκατομμύρια ευρώ. Ο ΣΜΕ τονίζει πως η εξορυκτική βιομηχανία αποτελεί σημαντικό εργοδότη στην Ελλάδα, στηρίζοντας πάνω από 100.000 ποιοτικές θέσεις εργασίας κυρίως στην περιφέρεια και συνεχίζοντας να υποστηρίζει προγράμματα που συνδέουν την παραγωγή με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Σημειώνεται ως παράδειγμα συμβολής στην περιφερειακή ανάπτυξη ότι ο κλάδος αποτελεί το 30% στην προστιθέμενη αξία της τοπικής οικονομίας στη Δυτική Μακεδονία και το 13% στη Στερεά Ελλάδα. Επιπροσθέτως ο εξορυκτικός κλάδος αποτελεί πόλο έλξης ξένων επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, αλλά και επενδύει κάθε χρόνο στην τελευταία τριετία περίπου 300 εκατ. ευρώ. Συνολικά, η συνεισφορά της εξορυκτικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ και την απασχόληση έχει παραμείνει υψηλή (5,4 δισ. ετησίως ή 3% του ΑΕΠ και 2,7% της συνολικής απασχόλησης) και παραμένει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικότερα η χώρα μας είναι η πρώτη παραγωγός στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε νικέλιο, βωξίτη, περλίτη και μπεντσνίτη, τρίτη σε παραγωγή μαγνησίτη, τέταρτη σε παραγωγή λιγνίτη και πέμπτη σε παραγωγή αλουμινίου.

[ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 22/01/2019]

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑΣ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

metalleftiki-istoria

Τα πρώτα 25 χρόνια του 20ού αιώνα οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις ασχολήθηκαν περισσότερο με την εξόρυξη και τη διάθεση φυσικών μεταλλευμάτων παρά με την εκκαμίνευση και τον εμπλουτισμό τους. Έτσι. οι πρώτες ύλες, ακατέργαστες όπως έβγαιναν, έφευγαν στο εξωτερικό, όπου μετατρέπονταν σε προϊόντα από τα οποία αγόραζε η Ελλάδα, σε υψηλές μάλιστα τιμές. Μεταξύ 1926 και έως το ξέσπασμα του Β ‘ Παγκοσμίου Πολέμου, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έντονες εσωτερικές πολιτικές αναστατώσεις και την παγκόσμια διεθνή κρίση 1929-1930, ιδρύεται ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, ο ΣΜΕ, και γίνονται διάφορα αναπτυξιακά έργα υποδομής, που όμως ανέκοψαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό ο πόλεμος και η τριπλή κατοχή. Μετά τον πόλεμο, την κατοχή και την εσωτερική αιματηρή αναταραχή, που κράτησε ως τον Αύγουστο του 1949, ατόνησε σημαντικά το ιδιωτικό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, αλλά και η σχετική δραστηριότητα των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών. Σωστή όμως ανοικοδόμηση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς εκβιομηχάνιση της χώρας κι έτσι, τα χρόνια που ακολούθησαν (και ειδικότερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως και το 1979) αποτελούντα σημαντικότερα στη νεότερη μεταλλευτική ιστορία της Ελλάδας. Η ελληνική μεταλλεία την περίοδο αυτή πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις και καταδείχθηκε ότι το υπέδαφος του ελλαδικού χώρου έχει πάνω από 50 είδη ορυκτών υλών, 20 έκτων οποίων (ανάμεσά τους και πολλά στρατηγικής σημασίας) είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι δυσμενείς συγκυρίες στις διεθνείς αγορές μεταλλευμάτων κυρίως, αλλά και οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν σ’ αυτές, οδήγησαν μια σειρά από μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις μέλη του ΣΜΕ σε μαρασμό, στην υπαγωγή τους στην κατηγορία των προβληματικών επιχειρήσεων και ορισμένες από αυτές σε κλείσιμο. Κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 συνεχίζονται τα σοβαρά προβλήματα λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης που κληροδότησε η προηγούμενη δεκαετία. Η διατήρηση χαμηλών τιμών στα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά προϊόντα, η συνεχιζόμενη αδυναμία απορρόφησης ελληνικών προϊόντων από παραδοσιακές αγορές σε συνδυασμό με τον αθέμιτο ανταγωνισμό από χώρες του τρίτου κόσμου (υποστηριζόμενες από κοινοτικούς πόρους) όσο και από άλλες χώρες (Λ.Δ. Κίνας), καθώς και η έλλειψη κοινοτικής συμπαράστασης για τα επί κοινοτικού εδάφους παραγόμενα μεταλλευτικά προϊόντα συνιστούν τα βασικά προβλήματα ενός κατ’ εξοχήν εξαγωγικού κλάδου. Ωστόσο, από το 2000 έως και το 2009, οπότε η κρίση πέρασε το κατώφλι της ελληνικής οικονομίας, η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία ζει μέρες ιδιαίτερης άνθησης. Η ζήτηση των πρώτων υλών στις παγκόσμιες αγορές αυξάνεται, όπως αυξάνονται και οι τιμές τους, ενώ στην εσωτερική αγορά –λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων και των κατασκευαστικών έργων, αλλά και της άνθησης των οικοδομικών δραστηριοτήτων–, η παραγωγή αδρανών και γενικότερα δομικών υλικών φτάνει σε σημαντικά ύψη μέχρι και το 2005.

[ΠΗΓΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, 1/12/2014]

ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΞΕΠΕΡΝΟΥΝ ΤΟΝ ΣΚΟΠΕΛΟ ΜΕ ΕΞΑΓΩΓΕΣ

oryktos-ploutos

Οι εξαγωγές αποτέλεσαν τη σανίδα σωτηρίας των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, καθώς η κατακόρυφη πτώση της εγχώριας κατανάλωσης, έχει καταστήσει την επιλογή των πωλήσεων σε τρίτες χώρες, μονόδρομο επιβίωσης. Σε σχετικό του έρευνα, ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) θέτει βέβαια ζήτημα επιβίωσης των εταιρειών του κλάδου, μεταξύ των οποίων και οι τσιμεντοβιομηχανίες, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που έχει μειώσει κατακόρυφα τη ζήτηση δομικών υλικών και συνεπώς και των πρώτων υλών που απαιτούνται για την παραγωγή τους. Σύμφωνα με τον ΣΜΕ, το 2012 ήταν έτος αστάθειας στις διεθνείς αγορές πρώτων υλών, με συγκρατημένη ως και μειωμένη σε πολλά προϊόντα ζήτηση, με μείωση, ή σημαντική πτώση τιμών (ιδιαίτερα στα μέταλλα) και μια σαφή τάση ύφεσης σε πολλές οικονομίες της Ε.Ε., γεγονός που επηρέασε αρνητικά, όπως ήταν αναμενόμενο, τις αγορές ορυκτών πρώτων υλών. Σημαντικά προβλήματα δημιούργησε επίσης και η μεγάλη αύξηση του κόστους ενέργειας σε πολλές ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οδηγώντας αρκετές εξ αυτών σε υπολειτουργία, ή ακόμα και λουκέτο , με ανάλογες συνέπειες στη ζήτηση ορυκτών πρώτων υλών. Παρόλα αυτά, o ΣΜΕ αναφέρει ότι οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, αντιμετώπισαν με επιτυχία ένα ακόμα δύσκολο έτος, που εκτιμάται ότι θα συμπαρασύρει σε μέτρια αποτελέσματα και το 2013.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΠΕΡΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

helexpo

Ενδιαφέρουσες ήταν οι τοποθετήσεις συνέδρων του επιχειρηματικού φόρουμ της της ΔΕΘ Helexpo στη Θεσσαλονίκη. Στο φόρουμ συμμετείχαν και αρκετοί ομογενείς βουλευτές και πολιτικοί. Πολλοί επιχειρηματίες εξέφρασαν τη βούλησή τους να βοηθήσουν την Ελλάδα, όμως υπογράμμισαν και τους προβληματισμούς τους για τους τρόπους με τους οποίους η χώρα υποδέχεται τους υποψήφιους επενδυτές. Ο οικονομολόγος και πρώην πολιτικός Δημήτρης Γιάνναρος, που έχει περάσει από τη θέση του αντιπροέδρου της Βουλής της πολιτείας του Κονέκτικατ και υπήρξε καθηγητής σε αμερικανικά πανεπιστήμια, σημείωσε ότι παράγοντες όπως η διαφθορά και οι καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις φοβίζουν τους ενδιαφερόμενους επενδυτές. Από την πλευρά του ο βουλευτής της περιφέρειας της Δυτικής Αυστραλίας Πίτερ Κατσαμπάνης συμβούλεψε την Ελλάδα να μην έχει επιθετική στάση προς τις επιχειρήσεις, γιατί οι επενδύσεις θα κατευθυνθούν σε χώρες όπως η Λιβερία και η Βραζιλία, ενώ τόνισε ότι υπάρχει ενδιαφέρον από την περιοχή του για δράσεις στην Ελλάδα, κυρίως από τους κλάδους της μεταλλευτικής βιομηχανίας, της τεχνολογίας και των υδρογονανθράκων, οι επιχειρηματίες όμως ακόμα φοβούνται πιθανές αλλαγές στη φορολογία, αλλά και το sovereign risk, πιθανή αδυναμία δηλαδή της χώρας να εξυπηρετήσει τα χρέη της.