ΑΝΑΛΓΗΤΑ, ΑΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΑ, ΚΥΝΙΚΑ

Το τρανταχτότερο ελληνικό σκάνδαλο της δεκαετίας του ’80 είχε ως πρωταγωνιστή του τον Γεώργιο Κοσκωτά.

Επρόκειτο για έναν νέο με παχύ καλοκάγαθο μούτρο, ο οποίος είχε μεγαλώσει στην Αμερική και επαναπατριζόμενος, στα εικοσιπέντε του, προσελήφθη στο λογιστήριο της σημαντικής τότε Τράπεζας Κρήτης. Λίγο αργότερα την αγόρασε, υπεξαιρώντας -λένε- δικά της κεφάλαια. Ίδρυσε στη συνέχεια την εκδοτική εταιρεία “Γραμμή ΑΕ” και άρχισε να εκδίδει περιοδικά. Το “Τέταρτο” είχε ως εμπνευστή τον Μάνο Χατζιδάκι. Το “Ένα” διευθυνόταν από τον Παύλο Μπακογιάννη. Κατάφερε ο Κοσκωτάς να γοητεύσει την αρχετυπική μεγαλοαστή Ελένη Βλάχου και να την πείσει να του πουλήσει την “Καθημερινή”. Ίδρυσε, στα πρότυπα της “USA Today” την απογευματινή εφημερίδα “24 Ώρες”, προσέλαβε τον αφρό της ελληνικής δημοσιογραφίας προσφέροντας ονειρεμένους για την εποχή μισθούς, ανανέωσε δραματικά την τεχνολογία του τύπου, σάρωνε ό,τι έβρισκε στο διάβα του… Το 1987 έγινε πρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός. Όταν απέκτησε για λογαριασμό του “Θρύλου” τον Ούγγρο γκολτζή Λάγιος Ντέταρι, οργάνωσε μεγαλειώδη συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία του Πειραιά με τη συμμετοχή του τότε δημάρχου -και επίδοξου δελφίνου της “Νέας Δημοκρατίας”- Ανδρέα Ανδριανόπουλου.

Δεν θα αναφερθώ άλλο στην μετεωρική του άνοδο, δεν θα μιλήσω για τη δραματική πτώση του, η οποία παρολίγο να παρασύρει στα τάρταρα και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Θα σταθώ σε μια -κάθε άλλο παρά- λεπτομέρεια: Ο Κοσκωτάς παρίστανε τον δόκτορα. Του ονόματός του προηγούνταν, κατά την εποχή της ακμής του, ένα “dr”. Dr Γεώργιος Κοσκωτάς, τουτέστιν πολύ μορφωμένος, εκλεκτό προϊόν αμερικάνικου πανεπιστημίου, συλλέκτης πτυχίων και τηβένων. Και όχι ένα τυχάρπαστο Ελληνάκι της Αστόρια που η μοναδική του τέχνη ήταν η πλαστογραφία…

Φανταστείτε -αν δεν τον διακρίνετε στις οθόνες σας ή πίσω από αυτές- τον σημερινό αντίστοιχο του Γιώργου Κοσκωτά. Θα έμπαινε ποτέ στον κόπο να επικαλεστεί σπουδές, ακαδημαϊκές διακρίσεις; Να ποζάρει σαν τζέντλεμαν με σπάνιο πνευματικό διαμέτρημα και υποδειγματικός, συν τοις άλλοις, οικογενειάρχης;

Όχι βέβαια! Ο επίγονος του Κοσκωτά, που θα φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει στην οικονομική ζωή του τόπου και να αλώσει τα ΜΜΕ, θα διαφήμιζε τελείως διαφορετικά “προσόντα”: Τις υπόγειες διασυνδέσεις του με ξένους ηγεμόνες, ολιγάρχες και μεγαλοπαπάδες. Τον αδίστακτο χαρακτήρα του. Και τις αμαρτωλές ακόμα -γιατί όχι;- έξεις του.

Σιγά μην έμπαινε στον κόπο να κολακεύσει την πνευματική αφρόκρεμα. Αφού γιατροί και δικηγόροι, πρυτάνεις, διανοούμενοι, “μαχητικοί” δημοσιογράφοι και “αντισυστημικοί” καλλιτέχνες, θα του σφούγγιζαν ευχαρίστως -έναντι πινακίου φακής- τον πισινό. Θα του έστρωναν χαλιά για να περάσει. Αφού οι θεσμοί στη χώρα είναι ξεχαρβαλωμένοι. Και η όποια ελίτ, άμα δεν έχει τις τσέπες της φουσκωμένες με δεσμίδες εκατόευρα -τις τσέπες της, όχι τους τραπεζικούς λογαριασμούς-, δεν διαθέτει το παραμικρό σχεδόν κύρος.  

Ο Βίτο Κορλεόνε -όπως αριστουργηματικά τον υποδύθηκε ο Μάρλον Μπράντο στον “Νονό”- θα φάνταζε υπερβολικά ραφινάτος, σχεδόν φλώρος, μπροστά στον μηντιάρχη, πρόεδρο ποδοσφαιρικής ομάδας, γκανιότα του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα του 2017.

Στις αρχές του 1995, ταξίδεψα με δυό φίλους στη Βουλγαρία. Διασχίσαμε οδικώς τα σύνορα, είδαμε μισορημαγμένα χωριά, χτισμένα γύρω από πεπαλαιωμένα εργοστάσια – σβηστές υψικαμίνους του σοσιαλιστικού παραδείσου. Φτάσαμε τελικά στη Σόφια. Μάς φιλοξένησε στο σπίτι του ο καλός δημοσιογράφος Νίκος Χίος, ο οποίος πέθανε νεότατος το 2012. “Θα σάς πάω κάπου που θα τρίβετε τα μάτια σας!” μάς είπε το επόμενο πρωί.

Μπήκαμε σε ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο, στο κέντρο της Σόφιας. Ήταν μεσοτοιχία με τη Βουλή – στεγάζονταν για την ακρίβεια, κοινοβούλιο και ξενοδοχείο στο ίδιο κτήριο, είχαν μετατραπεί οι μισές πτέρυγες της Εθνικής Αντιπροσωπείας σε σουίτες και σε σπα για όσους είχαν να πληρώσουν σε δολάρια.

Το λόμπυ ήταν γεμάτο βρωμόφατσες, βλοσυρούς τύπους με μισόκλειστα μάτια, που χάιδευαν κάθε τόσο τα πιστόλια στη μέση τους. Προχωρήσαμε στη σάλα για το μπρέκφαστ. Στα τραπέζια γύρω μας, χλαπάκιαζαν οι ανερχόμενοι “επιχειρηματίες”. Δεν διέφεραν στην εμφάνιση από τους μπράβους τους. Μόνο που φόραγαν πανάκριβα κοστούμια ιταλικής προέλευσης, χωρίς βεβαίως να έχουν ξηλώσει τη φίρμα-στάτους από το μανίκι. Κάπνιζαν πούρα, καθάριζαν τα δόντια και τα νύχια τους με σπιρτόξυλα, αγριομιλούσαν στους σερβιτόρους αλλά και στις συνοδούς τους, κάτι πρώην κομσομόλες που είχαν εν ψυχρώ ανταλλάξει τα θέλγητρά τους με την -καπιταλιστική δήθεν- χλιδή. Η πλέον σοκαριστική εντούτοις ήταν η εικόνα που έδιναν οι θυγατέρες εκείνων των “επιχειρηματιών”. Κοριτσάκια δέκα ή και εφτά χρονών, με μανικιούρ, χρυσαφικά και γούνες. Ναι, γούνες για παιδιά που είχαν χάσει κάθε παιδικότητα, που ακκίζονταν και ναρκισσεύονταν σαν τις λολίτες ενός λαμπερού, καινούργιου κόσμου.

“Σε αυτών των ανθρώπων τα νύχια έχει πέσει η δόλια η Βουλγαρία!” μάς είπε ο μακαρίτης ο Νίκος Χίος.

Ακούω πότε-πότε ότι οι Συριζαίοι είναι κατά βάθος κομμουνιστές. Πώς δεν έχουν αποκηρύξει τον Μαρξ και τον Λένιν, ότι ομνύουν στη δικτατορία του προλεταριάτου… Λάθος εξόφθαλμο! Η κυβέρνηση Συριζανέλ -ένα νευραλγικό τουλάχιστον τμήμα της- μάς οδηγεί κατευθείαν στην πρώτη μετακομμουνιστική εποχή. Όταν στη θέση της νομενκλατούρας κυριαρχούσε η μαφία. Όταν ο εθνικός και ο κοινωνικός πλούτος άλλαζε χέρια κάτω απ’το τραπέζι, ανάλγητα, απροσχημάτιστα, κυνικά, με τους απλούς πολίτες να παρακολουθούν σαν ναρκωμένοι τον χορό των τεράτων ενώ οι ίδιοι κατρακυλούσαν στην ανέχεια.

Σαν ναρκωμένοι; Ως πότε;

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr , του Χρήστου Χωμενίδη , 8/5/2017]