Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑΣ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

metalleftiki-istoria

Τα πρώτα 25 χρόνια του 20ού αιώνα οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις ασχολήθηκαν περισσότερο με την εξόρυξη και τη διάθεση φυσικών μεταλλευμάτων παρά με την εκκαμίνευση και τον εμπλουτισμό τους. Έτσι. οι πρώτες ύλες, ακατέργαστες όπως έβγαιναν, έφευγαν στο εξωτερικό, όπου μετατρέπονταν σε προϊόντα από τα οποία αγόραζε η Ελλάδα, σε υψηλές μάλιστα τιμές. Μεταξύ 1926 και έως το ξέσπασμα του Β ‘ Παγκοσμίου Πολέμου, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έντονες εσωτερικές πολιτικές αναστατώσεις και την παγκόσμια διεθνή κρίση 1929-1930, ιδρύεται ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, ο ΣΜΕ, και γίνονται διάφορα αναπτυξιακά έργα υποδομής, που όμως ανέκοψαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό ο πόλεμος και η τριπλή κατοχή. Μετά τον πόλεμο, την κατοχή και την εσωτερική αιματηρή αναταραχή, που κράτησε ως τον Αύγουστο του 1949, ατόνησε σημαντικά το ιδιωτικό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, αλλά και η σχετική δραστηριότητα των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών. Σωστή όμως ανοικοδόμηση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς εκβιομηχάνιση της χώρας κι έτσι, τα χρόνια που ακολούθησαν (και ειδικότερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως και το 1979) αποτελούντα σημαντικότερα στη νεότερη μεταλλευτική ιστορία της Ελλάδας. Η ελληνική μεταλλεία την περίοδο αυτή πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις και καταδείχθηκε ότι το υπέδαφος του ελλαδικού χώρου έχει πάνω από 50 είδη ορυκτών υλών, 20 έκτων οποίων (ανάμεσά τους και πολλά στρατηγικής σημασίας) είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι δυσμενείς συγκυρίες στις διεθνείς αγορές μεταλλευμάτων κυρίως, αλλά και οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν σ’ αυτές, οδήγησαν μια σειρά από μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις μέλη του ΣΜΕ σε μαρασμό, στην υπαγωγή τους στην κατηγορία των προβληματικών επιχειρήσεων και ορισμένες από αυτές σε κλείσιμο. Κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 συνεχίζονται τα σοβαρά προβλήματα λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης που κληροδότησε η προηγούμενη δεκαετία. Η διατήρηση χαμηλών τιμών στα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά προϊόντα, η συνεχιζόμενη αδυναμία απορρόφησης ελληνικών προϊόντων από παραδοσιακές αγορές σε συνδυασμό με τον αθέμιτο ανταγωνισμό από χώρες του τρίτου κόσμου (υποστηριζόμενες από κοινοτικούς πόρους) όσο και από άλλες χώρες (Λ.Δ. Κίνας), καθώς και η έλλειψη κοινοτικής συμπαράστασης για τα επί κοινοτικού εδάφους παραγόμενα μεταλλευτικά προϊόντα συνιστούν τα βασικά προβλήματα ενός κατ’ εξοχήν εξαγωγικού κλάδου. Ωστόσο, από το 2000 έως και το 2009, οπότε η κρίση πέρασε το κατώφλι της ελληνικής οικονομίας, η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία ζει μέρες ιδιαίτερης άνθησης. Η ζήτηση των πρώτων υλών στις παγκόσμιες αγορές αυξάνεται, όπως αυξάνονται και οι τιμές τους, ενώ στην εσωτερική αγορά –λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων και των κατασκευαστικών έργων, αλλά και της άνθησης των οικοδομικών δραστηριοτήτων–, η παραγωγή αδρανών και γενικότερα δομικών υλικών φτάνει σε σημαντικά ύψη μέχρι και το 2005.

[ΠΗΓΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, 1/12/2014]